«Δεν θα πάρετε αυτό που θέλετε». Μιλημένα-ξηγημένα.

Ναι, αλλά ποιοι είναι αυτοί που δεν έχουν να λαμβάνουν; Και τι, τέλος πάντων, μπορεί να γυρεύουν;

Κατ’ αρχάς, αν προχωρήσεις εν γνώσει σου προς το νέο πόνημα των Θυγατέρων, πάει να πει ότι τα θέλει ο κώλος σου –ότι το γουστάρεις το ζοριλίκι, πώς το λένε; Γιατί τι άλλο κάνουν τούτοι οι τύποι όλα αυτά τα χρόνια (από το 2003, όταν μπούκαραν ως ταύροι σε υαλοπωλείο με το Canada Songs), από το να σπέρνουν τον ζόφο, από το να στήνουν ένα αδιαπέραστο κελί γεμάτο τρελές και μανιασμένες ψυχές, και να σε πετάνε χαιρέκακα εντός του; Από το να σου ξηγιούνται αλμυρό φυστίκι, τέλος πάντων; Από μια τέτοια άποψη, ναι, ομολογουμένως θα το πάρεις το ζητούμενο. Αλλά όχι στη μορφή που το ήξερες.

Βλέπετε, από το Daughters, το προηγούμενο δηλαδή σκοτεινό φορτίο που εξακόντισαν κατά τη μεριά μας οι Αμερικανοί, πέρασαν κιόλας 8 χρόνια. Και στο μεταξύ η μπάντα διαλύθηκε. Κι έπειτα ξαναμαζεύτηκε· κι αναθεώρησε κάμποσα ζητήματα, που δεν τα λες και περιφερειακά. Εκεί λοιπόν που κάποτε συσκεύαζαν τις στριγκλιές και τα ποδοβολητά τους σε σύντομες βινιέτες, κι έπειτα άρχιζαν σταδιακά να απλώνουν τους χρόνους τους, τώρα πια αφήνουν τα κομμάτια να χτυπάνε ακόμα και επτάλεπτες διάρκειες. Ως επόμενο αυτής της εξέλιξης, οι αναπτύξεις ακολουθούν πλέον όλο και πιο αργόσυρτα τέμπο. Παρά ταύτα, οι κατραπακιές δεν έχουν χάσει τίποτα από τη βαναυσότητά τους: και πάλι βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον όπου δεν ξέρεις από πού θα σου 'ρθει η επόμενη· ξανά έρχεσαι αντιμέτωπος με αρχέγονους φόβους, που δεν ήξερες ότι βρίσκονταν φωλιασμένοι στο υποσυνείδητό σου.

Πώς το καταφέρνουν; Πολλά μπορεί κανείς να φέρει στη συζήτηση, διάφορες αναφορές να εντοπίσει.

Ενδεχομένως υπάρχει μια συγγένεια με τους Swans του Michael Gira, ίσως επίσης ο Nick Cave της εποχής των Birthday Party να φαντάζει ως πιθανή πηγή έμπνευσης, κυρίως σε ό,τι αφορά τον τρόπο ερμηνείας του Alexis S.F. Marshall. Είναι πάντως η αυθεντική μισανθρωπία των Daughters αυτή που μοιάζει να βρίσκεται πίσω από το έρεβος του ήχου –εκείνη που κρατάει το τιρμπουσόν που φέρνει στροφές επί των εγκεφαλικών οστών του ακροατή. Industrial, noise, math, experimental, hardcore. Μπορείς να αραδιάσεις διάφορα είδη και προθέματα, χωρίς να έχεις μεταφέρει και πολλά προς τη μεριά του ανυποψίαστου, επίδοξου εξερευνητή. Ως προς την αίσθηση έπειτα από την περιδιάβαση του δίσκου, μου έρχεται στο μυαλό ως πιο ταιριαστός ένας τίτλος βιβλίου του Stephen King: σκοτάδι βαθύ, δίχως άστρα.

Αλλά ίσως και να μην είναι τόσο δυσοίωνα τα πράγματα, αν γίνει κανείς κάπως πιο προσεκτικός στις παρατηρήσεις του. Αλήθεια, δεν είναι γνησίως μελωδικά κάποια περάσματα στο “Satan In The Wait”; Και οι οργανικές αναπτύξεις, δεν έχουν μια σχεδόν δεκτική ανοιχτότητα σε σημεία –όπως στο “Less Sex” ή στο “Daughter”, ας πούμε; Ναι, όντως το γκρουπ μοιάζει να σου σκάει ένα αχνό χαμόγελο σε μερικές στιγμές. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο, οπωσδήποτε, όμως και πάλι... Να κάτι που μπορεί να ξενερώσει ορισμένους και να νιώσουν ριγμένοι. Η κατά Daughters εκδοχή της φιλοξενίας δεν είναι πάντως για χόρταση: αρκεί μέχρι να κλείσει πίσω σου η πόρτα. Κι έπειτα...

Αλλά έρχεται και κάτι ακόμα στη σκέψη μου: εκείνη η αναφορά μου (εδώ), με αφορμή τον φετινό δίσκο των Interpol (πόσο μακρινές μοιάζουν μεταξύ τους οι συγκεκριμένες οντότητες), για το ροκ και το όποιο μέλλον του.

Λοιπόν, ναι, οι Daughters είναι ροκ μπάντα, και φτιάχνουν ένα ροκ που το λες απόλυτα τωρινό. Και μπορείς άνετα να δεχτείς ότι ο τρόπος τους συμβάλλει στη συζήτηση περί του ποια θα μπορούσε να είναι η συνέχεια του εν λόγω είδους. Είναι και οι «προβληματισμοί» τους, είτε αφορούν το αστικό άλγος, είτε τη σκοτεινή πλευρά της σεξουαλικότητας (την καταπιόνα του σύγχρονου κόσμου, σε κάθε περίπτωση), που τους τοποθετούν στην αιχμή του εδώ και του τώρα. Από την άλλη, βέβαια, δεν ξέρω πόσοι ακροατές όντως θα αντιλαμβάνονταν τούτη τη μουσική ως ροκ –δεν ξέρω καν πόσοι αντιλαμβάνονται τέτοια πράγματα ως μουσική, γενικότερα.

Όμως είναι κάπως βαρύγδουπα κι ακαδημαϊκά όλα τούτα, φοβάμαι. Και μάλλον δεν έχουν υπάρξει καν στη σκέψη και στη στόχευση των Daughters. Εκείνοι, δηλαδή, περί άλλων τιρβάζουν: η ολοένα και πιο ριψοκίνδυνη καταβύθιση στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, δείχνει ως η μόνη τους έγνοια.

Είναι τούτος ένας ρόλος περιθωριακός οπωσδήποτε, πάντως κρίσιμος για την τέχνη –και για τη ζωή, κατ’ επέκταση. Είναι οι αίροντες τις αμαρτίες του κόσμου τύποι σαν τους Daughters· όσοι ενδύονται το πιο πηχτό σκοτάδι, ώστε να εμφανιστούν μπροστά μας κρατώντας έναν καθρέφτη, στον οποίον μπορεί ο καθείς μας να αντικρίσει τον εαυτό του και τις αβύσσους του, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Το ζήτημα είναι μέχρι πότε θα μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο και πόσο πιο βαθιά μπορούν να βουτήξουν, χωρίς να ριψοκινδυνέψουν την επιστροφή τους από εκεί. Άντε κι έφτασαν δηλαδή ως εδώ, παραδίδοντας το καλύτερο άλμπουμ τους μέχρι στιγμής. Από εδώ και πέρα όμως τι; Και προκειμένου να φτάσουν πού;

Α, μα αν περιμένετε απαντήσεις από αυτό το κείμενο, πολύ φοβάμαι πως δεν πρόκειται να τις πάρετε.

{youtube}1qNmn5hQRsc{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured