«Μπάντες που ξεπουλήθηκαν»: αυτή η φράση-μάστιγα, ειδικά στα πιο underground τοπία. Ενώ η ανακάλυψη μιας πραγματικά καλής υπόγειας κυκλοφορίας δημιουργεί αισθήματα μεγαλείου και επιβεβαίωσης της αξίας της αφάνειας, η μετάβαση προς μεγαλύτερη εταιρία αποτελεί κόκκινο πανί. Πόσο μάλλον όταν συνδυάζεται με δραστική ηχητική αλλαγή. Αν μάλιστα προσθέσεις και παρεμβατικό χέρι στην παραγωγή από μέλος συγκροτήματος-μεγαθηρίου, τότε ο οπαδός θα διαρρήξει τα ιμάτιά του και θα αισθανθεί προδομένος, ρίχνοντας το φταίξιμο σε αυτό το κίβδηλο φάντασμα που ακούει στο όνομα Επιτυχία.

Όλη αυτή η αλληλουχία βημάτων δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για όσους έχουν σχέση με το ακραίο metal. Ας την εφαρμόσουμε τώρα στους Βέλγους Emptiness. Χρειάστηκαν 14 χρόνια ζωής για να καταφέρουν να αναδειχθούν (απολύτως δίκαια) με το αριστουργηματικό Nothing But The Whole του 2014 σε πρωτοκλασάτο σχήμα του black/death. Ο οπαδός του είδους μπορούσε να καυχιέται πως η ανακάλυψη του δίσκου ήταν προσωπική του υπόθεση, πως δεν του τον πλάσαραν στο πιάτο τα δίκτυα μάρκετινγκ των μεγάλων εταιριών (καταλαβαίνω πόσο παρωχημένα ακούγονται όλα αυτά σε έναν διαδικτυακό κόσμο εν έτει 2017, αλλά συνεχίζουν να τροφοδοτούν φαντασιώσεις). Η μεταπήδηση στη Season Of Mist δεν θα μπορούσε έτσι παρά να θεωρηθεί πικρή επιβεβαίωση της διαβρωτικής επίδρασης της Επιτυχίας, απότοκο της οποίας ήταν η φημολογούμενη αλλαγή μουσικής πλεύσης στο Not For Music. Όσο για την ανάληψη της παραγωγής του δίσκου από τον Twiggy Ramirez, μπασίστα του Marilyn Manson, ήταν η απόλυτη επιβεβαίωση του Ξεπουλήματος.

Αρκετά όμως με την προσπάθεια ιχνηλάτησης του τρόπου σκέψης ενός υποθετικού δηλωμένου οπαδού του underground. Το Not For Music, 5ο ολοκληρωμένο άλμπουμ των Emptiness, είναι όντως πολύ διαφορετικό από τον προκάτοχό του, ιδίως στα επιφανειακά του στρώματα. Ο ήχος έχει χάσει τη συμπαγή και ογκώδη φύση του παρελθόντος. Με ένα αποτέλεσμα που δεν τείνει προς το αραιωμένο ή αποδυναμωμένο, αλλά μάλλον προς το ασαφές. Το σερνάμενο στοιχείο, που ήταν το σήμα κατατεθέν της μουσικής τους παραμένει, αλλά η απειλή δίνει τη θέση της στη νωχελικά παραμυθένια διάθεση. Η αντισυμβατική φύση των 7 κομματιών ξεδιπλώνεται με αδρό μπάσο και πολλές κιθαριστικές πινελιές βουτηγμένες στο reverb, ενώ η μεταλλική φύση των εγχόρδων έχει βουτήξει κάτω από πυκνά ντουμάνια ονειροπόλησης, χωρίς να ξεχνάει να υψώνεται πού και πού πάνω από την πνιγηρή επιφάνεια. Ο δάκτυλος του Ramirez στην κονσόλα είναι εμφανής στη διαφοροποίηση της ηχητικής υφής.

Μεσαίες ταχύτητες, ατονικότητα, καμία διάθεση κορύφωσης, και πολλά σπονδυλωτή φύση. Αλλά και υπόνοιες ποπ μελωδιών στο στήσιμο κάποιων από τα μέρη του άλμπουμ, ειδικά όσο αυτό προχωράει. Φτάνοντας στο τελείωμα του προτελευταίου κομματιού (“Ever”) έχουμε ξεκάθαρο retrowave, το οποίο μάλιστα συνδυάζεται πολύ καλά με τα πανταχού παρόντα θεοσκότεινα, βαριά φωνητικά, με αποτέλεσμα μια δυστοπική αύρα με ίχνη νοσταλγίας. Τα θεμέλια της σύνθεσης δεν είναι τόσο διαφορετικά από εκείνα του Nothing But The Whole, αλλά ο ήχος καμουφλάρει καλά τις ομοιότητες, μεγεθύνοντας την αίσθηση ρευστότητας.

Το κατά πόσο ο δίσκος ανήκει στο ακραίο metal, είναι κάτι υπό συζήτηση. Πρόκειται όμως για ένα ιδιαίτερα υπνωτικό δημιούργημα, μια διαφορετική εκδοχή του σκελετού του προηγούμενου άλμπουμ, με το βάρος να πέφτει στην ονειροπόληση. Δεν είναι τόσο αποκομμένο από το παρελθόν του όπως ήταν για παράδειγμα το Host των Paradise Lost (μιας και μιλάμε για αλλαγή ήχου), αλλά πρόκειται σαφώς για μια κατεύθυνση που θα δυσκολέψει αρκετούς –ειδικά όταν οι συνθέσεις σαν μονάδες δεν καταφέρνουν να φτάσουν στο επίπεδο εκείνων του Nothing But The Whole.

{youtube}jb1WOVdKI-U{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured