Η έννοια της διασκευής έχει, γενικότερα, μια ενδιαφέρουσα σχέση με την έννοια της οικειοποίησης. Ακόμα και στην κατά γράμμα αναπαραγωγή ενός πρωτοτύπου –εκεί όπου βρισκόμαστε πιο κοντά στη μίμηση παρά στην οικειοποίηση– ο ερμηνευτής δεν μπορεί παρά να μιμείται με τα δικά του μέσα και να κάνει ακριβώς αυτό: να ερμηνεύει. Δηλαδή να παρουσιάζει το πρωτότυπο μέσα από το πρίσμα των δικών του σκέψεων, εκτελεστικών δυνατοτήτων και εκφραστικών παρορμήσεων· να το επενδύει, με άλλα λόγια, με το δικό του φορτίο. Όσο πιο πολύ χώρο κερδίζει αυτό το φορτίο, τόσο προχωράει η διαδικασία της οικειοποίησης, τόσο πιο «δικό του» (δηλαδή του ερμηνευτή) γίνεται το αντικείμενο της ερμηνείας του. 

Ο José James περιγράφει τούτο τον δίσκο περίπου ως οφειλή απέναντι στην ισχυρή επίδραση που είχαν πάνω του η φωνή και τα τραγούδια της Billy Holiday. Και μιλάει για μια επίδραση που αφορά κάτι βαθύτερο από την ομορφιά των τραγουδιών ή την εκφραστικότητα της Holiday. «Μου έμαθε να σχετίζομαι καλύτερα με τον κόσμο», γράφει στο σημείωμά του, εννοώντας τη δύναμη που έχει μερικές φορές η μουσική να μετασχηματίζει την οπτική με την οποία προσεγγίζει κανείς ό,τι τον περιστοιχίζει. 

Πιάνοντας, επομένως, ο James τα τραγούδια της Holiday για να αποτίσει φόρο τιμής στα 100ά της γενέθλια, δεν θα μπορούσε παρά να επιμείνει σε αυτόν τον μετασχηματισμό. Να προσπαθήσει, δηλαδή, να αναγνώσει τα πρωτότυπα κομμάτια μέσω εκείνου –να τα οικειοποιηθεί, αντί απλώς να τα αναπαραγάγει. Διότι μιλάμε για μία επίδραση η οποία δεν ορίζεται με όρους παθητικότητας: δεν είναι τα κομμάτια της Holiday και ο James, είναι τα κομμάτια της Holiday δια μέσω του James. 

Αυτή η ενεργητική αντιμετώπιση του τραγουδιστή από τη Μινεάπολη είναι που κάνει το Yesterday I Had The Blues κάτι παραπάνω από ένα ακόμα tribute άλμπουμ. Είναι εκείνη που διατηρεί την αλήθεια των τραγουδιών, μέσα στις πολύ διαφορετικές συνθήκες στις οποίες τα τραγουδάει ο José James. Διότι, προφανώς, ένας τραγουδιστής που σταδιοδρομεί στο mainstream της σημερινής τζαζ, βρίσκεται σε πολύ διαφορετική θέση απ’ αυτήν της Billie Holiday, όταν φερ’ ειπείν τραγουδούσε για πρώτη φορά το σπαρακτικό “Strange Fruit” (1939) για να μιλήσει για το καθεστώς ανελευθερίας των Αφροαμερικανών. Θέση και συνθήκες διαφορετικές, όσο κι αν γεγονότα όπως του Ferguson –σύγχρονο σύμβολο της αναίτιας αστυνομικής βίας εναντίον νεαρών μαύρων– επιμένουν, δυστυχώς, να επανέρχονται στην επικαιρότητα. 

Καταφέρνει έτσι ο James να γεφυρώσει τις «απαιτήσεις» της mainstream τζαζ (και τη μόνιμη εμμονή της με τα standards) με την πηγαία εκφραστικότητα με την οποία επένδυσε τα συγκεκριμένα τραγούδια η αξεπέραστη φωνή και το συνολικό ταμπεραμέντο της Lady Day. Καταφέρνει, δηλαδή, να πατάει γερά στην τραγουδιστική παράδοση της τζαζ και ταυτόχρονα να υπερασπίζεται και τη δική του, αυθύπαρκτη προσωπικότητα. Σε μια τραγουδιστική επιτέλεση που κορυφώνεται στην a cappella εκτέλεση του “Strange Fruit”, με την οποία και ολοκληρώνεται ο δίσκος.

Σημαντικό μερίδιο στη γενική επιτυχία έχουν και οι αλλαγμένες ενορχηστρώσεις. Ένα τρίο, όλο κι όλο, είναι αυτό που αναλαμβάνει να τις φέρει σε πέρας. Ένα θαυμάσιο τρίο, βέβαια –αποτελούμενο από τον Jason Moran στο πιάνο (ο οποίος είναι και ο κυρίως υπεύθυνος σ’ αυτόν τον τομέα), τον John Patitucci στο κοντραμπάσο και τον Eric Harland στα τύμπανα– το οποίο ξέρει πώς να αναπνέει τις βαθιές ανάσες που χρειάζεται μια τζαζ μπαλάντα για να διατηρήσει τη συναισθηματική της οξύτητα (φανερό λ.χ. στα “Good Morning Heartache”, “Body And Soul” ή “God Bless The Child”). Ξέρει, όμως, να παίζει και με τα bop τρεχαλητά, δίνοντας στο άλμπουμ μια εξαιρετική κορύφωση εκεί στη μέση της διάρκειάς του, με το “What A Little Moonlight Can Do”.

Μέσα από τις ζεστές ερμηνείες όλων (και του James, εννοείται) το Yesterday I Had The Blues καταφέρνει να συναντηθεί με τη δυναμική και την ένταση που είχαν οι αυθεντικές εκτελέσεις της Holiday. Το σημαντικό είναι ότι δεν ψάχνει εκείνη την ίδια δυναμική και την ίδια ένταση για να τις αναπαραγάγει. Στηρίζεται σε αυτές περισσότερο ως αφετηρία και καταφέρνει να βρει τη δική του δυναμική και να δημιουργήσει τις δικές του εστίες έντασης (προχωρώντας υπέρ-επαρκώς τη διαδικασία της οικειοποίησης για την οποία μιλούσαμε και πιο πάνω). 

Αν θα έπρεπε να καταγράψουμε κάτι ως αδυναμία, θα ήταν μάλλον το γεγονός ότι ο δίσκος δύσκολα εξοκείλει από τις «προδιαγραφές» του. Μολονότι δηλαδή γίνεται προφανές ότι δεν είναι μέσα στα ζητούμενα να γίνει ανατρεπτικός, ένας τόνος αμφισβήτησης θα τον βοηθούσε να ξεφύγει από τις νομοτέλειες που σέρνει μαζί του. Δεν τον έχει, αλλά κάτι τέτοιο δεν επιβαρύνει ιδιαίτερα το αποτέλεσμα. Προφανώς γιατί οι συμμετέχοντες ξέρουν να χρησιμοποιούν αυτές τις νομοτέλειες με τέτοιον τρόπο, ώστε το «έξω» να μην φαίνεται και τόσο απαραίτητο. 

{youtube}sZi_Kvb7M58{/youtube}

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured