Η περίοπτη θέση της Björk στην εμπροσθοφυλακή της διεθνούς avant-garde μουσικής σκηνής (επιδιωκόμενος πλεονασμός) κατακτήθηκε αβίαστα, μέσω της συναρπαστικά πολυποίκιλης και αυθεντικής καλλιτεχνικής της ταυτότητας, εκφάνσεις της οποίας διαχέονται δισκογραφικά εδώ και κοντά 30 χρόνια. Το φετινό, 8ο σόλο βήμα αυτής της θαρραλέας πορείας προσφέρεται από την Ισλανδή ως μια σπουδή πάνω στην επούλωση ψυχολογικών τραύματων –αυτών που προκαλούνται από τον χωρισμό δύο ανθρώπων τρόπον τινά αδελφών ψυχών και εραστών. 
 
Ο χωρισμός της από τον εικονοπλάστη αρτίστα Matthew Barney τη γέμισε λοιπόν με δημιουργική θλίψη, την οποία και εκφράζει δίχως φραγμούς στο παρόν, πρόωρα εκτεθειμένο στο κοινό, άλμπουμ. Πάντοτε εκλεκτική στις πρώτες ύλες που κατά περίπτωση χρησιμοποιεί, στράφηκε αυτή τη φορά τόσο κατά Βενεζουέλα πλευρά προς εύρεση συμπαραγωγού –στον Yeezus φήμης Arca– όσο και προς Βρετανία, στον Haxan Cloak, για το τελικό μιξάρισμα. Με την πολύτιμη βοήθειά τους, η Björk κατορθώνει και υφαίνει στο Vulnicura ένα σκοτεινό, ατμοσφαιρικό τοπίο από έγχορδα και beats, ντύνοντας έναν εσώτερο διάλογο μεταξύ μυαλού και καρδιάς, συναισθήματος και λογικής.
 
Οι θεραπευτικές ιδιότητες της δημιουργικής διαδικασίας φέρονται να εκπληρώνονται για την καλλιτέχνιδα  διαμέσω του διαρκώς εξελισσόμενου στιχουργικού περιεχομένου, το οποίο θαρρείς πως περνάει από όλα τα στάδια της επίπονης διαδικασίας αποξένωσης δύο ανθρώπων που έχουν υπάρξει ανδρόγυνο και κάτι ακόμα παραπάνω: οικογένεια. Έτσι, η απόδοση του συναισθηματικού συγχρονισμού που τόσο αποζητά και η ίδια η Björk έρχεται σε απόλυτη αρμονία με τις μινιμαλιστικού ύφους περιπετειώδεις μουσικές αναζητήσεις της, χωρίς τη συνοδεία από αχρείαστες τεχνολογικές φιοριτούρες (βλέπε Biophillia). Αρκούν οι ανατριχίλες που προσφέρουν στιγμές όπως το εύθραυστο "History Of Touches".
 
Κουράρει όντως τις αισθήσεις η Björk στο Vulnicura, όπως τα ηλεκτρονικά κύματα του "Family" σμιλεύουν τους ακουστικούς πόρους. Δεν αναδύεται όμως από την άβυσσο της προσωπικής της ερωτικής περιπέτειας όσο ερμηνευτικά συγκλονιστική θα περίμενε κανείς –κι αυτό είναι το μεγαλύτερό μου παράπονο. Πόνος; Θλίψη; Συναίσθημα; Ενδοσκόπηση; Όλα παρόντα εδώ,  αλλά χωρίς να διεισδύουν στο θυμικό με τη δύναμη και την ένταση ενός Vespertine ή ενός Homogenic. Γεγονός που έχει πιστεύω να κάνει με την ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση της Ισλανδής από το συναισθηματικό κέντρο βάρους της ανθρώπινης έκφανσης της προσωπικότητάς της –ακόμα κι εκείνης ως ξωτικού– και την ολοένα και μεγαλύτερη (αντίστοιχα) ταύτισή της με τους επικοινωνιακούς κώδικες ενός αποστασιοποιημένου ανθρωποειδούς· όσο συναρπαστικά κι αν αυτό δύναται να προφέρει το «ρο».
 
Δίσκος σχετικά αμήχανος λοιπόν, αλλά με θεματική συνοχή και συναισθηματική βαρύτητα, το Vulnicura θα μπορούσε να επωφεληθεί μιας ελαφρώς πιο ποπ –τολμώ να πω– ερμηνευτικής προσέγγισης, δείγματα της οποίας διαπερνούν (έστω φευγαλέα) το "Lionsong", προς όφελος του κατά διαστήματα ολίγον δύσκαμπτου συνόλου του. Όσο πάντως υπάρχουν οι κλιμακωτά βιωματικές καταθέσεις ψυχής ενός "Black Lake", δεν μπορώ παρά να κλείσω την παρούσα κριτική αποδίδοντας τα εύσημα. Έστω και εμφανώς πιο συγκρατημένα από το σύνολο σχεδόν του υπερενθουσιώδους Δυτικού μουσικού τύπου.
 

{youtube}OtRDPCj-MSk{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured