Με εξοργίζει ο ασύνδετος τρόπος με τον οποίον διαχέεται το αστείρευτο ταλέντο του Jack White σε αυτόν τον νέο προσωπικό του δίσκο (τον δεύτερο στη σειρά). Είναι απορίας άξιο πώς η πολυσχιδής μουσική ιδιοφυΐα του αδυνατεί να διοχετεύσει εύστοχα τον ηχητικό πλούτο που αναβλύζει αβίαστα από κάθε ικμάδα ύπαρξης σε τούτο εδώ το υπέροχα διαστρεβλωμένο δισκογράφημα. Δουλεμένο διεξοδικά επί 18 μήνες, με έμφαση στη λεπτομέρεια, το 40λεπτο Lazaretto αποτελεί την κονίστρα εκείνη όπου η εριστική διαλεκτική του καλλιτέχνη πάλλεται διαμελισμένη, σε μια προσπάθεια κατάκτησης της αυθόρμητης εντέλειας.
 
Και δεν είναι πως αποτυγχάνει να αναδείξει επαρκώς τα εξαίσια, ετερόκλητα στοιχεία της παρακαταθήκης του Jack White, που ευθύνονται για τόσες και τόσες εκδηλώσεις λατρείας προς το πρόσωπό του από ακροατές, μουσικούς και κριτικούς –αλίμονο, σε αυτό τα καταφέρνει περίφημα. Όλα λοιπόν τα παρανοϊκά κιθαριστικά blues/rock κολπέτα, καθώς και τα ρετρό folk/country τερτίπια στα οποία μας έχει κακομάθει φωνασκούν εδώ την παρουσία τους στη διαπασών. Ούτε φταίει, απαραίτητα, που στο παρελθόν, είτε με τους White Stripes και τους Dead Weather (περισσότερο), είτε με τους Raconteurs (λιγότερο), έχει αποδώσει σε πολύ πιο ικανοποιητικό βαθμό τις διάφορες εκφάνσεις της ακατάπαυστης δημιουργικής δυναμικής του. Ούτε ασφαλώς έχει υποχωρήσει η τελειομανία του: βλέπε το ηχητικό μέρος του Lazaretto, αλλά και το εικαστικό του κομμάτι· η βινυλιακή μάλιστα έκδοση θα μπορούσε να τοποθετηθεί υπό το μπάνερ του «πρωτοποριακού» (ρίξε μια ματιά στο βίντεο, στο τέλος του κειμένου).
 
Το πρόβλημα είναι πως το άλμπουμ αποδεικνύεται διαμαντάκι αποσπασματικό και ακατάστατο. Πληρεί μεν τις προϋποθέσεις για να εντυπωσιάσει, αλλά το κάνει χωρίς να γραπώνει τον ακροατή –αναιρώντας έτσι την ανάγκη του για ακατάπαυστο repeat. Είναι πραγματικά κρίμα τραγούδια όπως το ομώνυμο, το "Would You Fight For My Love?", το "High Ball Stepper" και το "That Black Licorice" να μην αποτελούν τελικά τμήμα ενός από τους δίσκους της χρονιάς. 
 
Από το μπουχτιστικό “Lordy-Lord” ρεφραίν του cock rock "Three Women" έως και το παρανοϊκό instrumental "High Ball Stepper", ήμουν έτοιμος προσωπικά να αποδώσω στον Jack “The Shredder” White ένα ολοστρόγγυλο 8αράκι –μετά επαίνων και ευσήμων, μάλιστα. Η αυτοεπιβαλλόμενη καραντίνα του καλλιτέχνη έμοιαζε να αποδίδει καρπούς. Αλλά στη συνέχεια το Lazaretto κατέληξε να συνδιαλέγεται μονομερώς και ατυχώς με όλες τις ηχητικές εμμονές/επιρροές του δημιουργού του. Ακριβώς όπως και ο προκάτοχός του, το αμετροεπές Blunderbass (δες κριτική εδώ), στράγγιξε έτσι από τον Jack White το απαραίτητο ανανεωτικό στοιχείο, εκείνο που θα επικαιροποιούσε ένα τέτοιο περιεχόμενο στο μουσικό σήμερα, αφήνοντας παράλληλα έκθετες όσες (πολύ) καλές στιγμές προέκυψαν στην πορεία. Επιπλέον, η επιλογή του να χρησιμοποιήσει στιχουργικό υλικό από τα πρότερα νιάτα του δεν του βγήκε.
 
Δεν έχω αμφιβολία, ο καλλιτέχνης White τρέφεται από μια τέτοια υφολογική αυτοϊκανοποίηση. Δεν εξυπηρετούνται όμως έτσι οι ανάγκες ενός σύγχρονου και state-of-the-art δισκογραφήματος, που να μην στοχεύει απλά στο εύστοχο αναμάσημα ιδεών, αλλά να ανακατεύει καλά τη δεδομένη τράπουλα, προβαίνοντας σε νέο κόψιμο και σε νέα μοιρασιά. Προσηλωμένος καθώς είναι ο Jack White σε (σχετικά αδιάφορες) επιδείξεις των πιο soft πλευρών της παλέτας του και εξαντλώντας την ηλεκτρική του πνοή αρκετά νωρίς, οδηγεί τα επίπεδα ενθουσιασμού σε πρόωρο καταλαγιασμό. Και το όλο Lazaretto εγχείρημα σε μια απροσδόκητη γκρίζα ζώνη, μεταξύ του σπουδαίου και του τετριμμένου...

{youtube}i-8B-_Jq2ro{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured