Μπαίνοντας τον Νοέμβριο του '11 στο (περίφημο) Mechanic's Hall για ηχογραφήσεις, ο Aaron Parks θα τα είχε πιστεύω τα άγχη του –πρώτος δίσκος για την ECM ήταν αυτός. Είχε όμως και μια σαφή εικόνα του τι ήθελε να καταφέρει. Έψαχνε μια συγκεκριμένη διάθεση, μια κατ' εκείνον «σωστή» ατμόσφαιρα: κάτι που μέχρι τότε υπήρχε μόνο στο κεφάλι του, αλλά που ίσως ζωντάνευε χάρη στον χαμηλό φωτισμό και τις διεθνώς αναγνωρισμένες ακουστικές μιας αίθουσας για την οποία καμαρώνουν στο Worcester της Μασαχουσέτης. Πέτυχε διάνα.

Το Arborence εξυψώνει τον 30χρονο πιανίστα. Ακόμα κι αν στο ενεργητικό του συμπεριλαμβάνεται κι ένα παινεμένο άλμπουμ για τη Blue Note (Invicible Cinema, 2008), εδώ πραγματοποιεί ένα βήμα παραπάνω· φανερώνει δυνάμεις ικανές να τον ανεβάσουν λίγκα, να τον δείξουν ψηλότερο σε ένα πολύ απαιτητικό δημιουργικό στερέωμα. Γιατί η πιανιστική τζαζ του σήμερα δεν έχει μόνο να συγκριθεί με μεγάλες κορυφές του όχι-και-τόσο-μακρινού παρελθόντος. Καλείται, επίσης, να μη βαλτώνει σε καλοσχηματισμένα μοτίβα διακριτικότητας και σε κοινώς λεγόμενες «νυχτερινές ποιότητες»· να πείσει ότι είναι κάτι παραπάνω από ένα απαλό soundtrack μοναχικών δειλινών. Σταυρόλεξο δύστροπο, ακόμα και για μια ιδιοφυία σαν τον Parks, ο οποίος στα 15 του αρίστευσε σε μαθηματικά, υπολογιστές και μουσική –και μάλιστα σε πανεπιστημιακό επίπεδο.

Το σημείο γοητείας του Arborence εντοπίζεται ήδη στην εναρκτήρια σύνθεση, ονόματι "Asleep In The Forest", στο οποίο ο Parks ξανοίγεται από τις τζαζ ακτές προς Erik Satie πελάγη. Αλλά το σημείο υπεροχής έρχεται λίγο αργότερα, με το σοφά τοποθετημένο κάπου στη μέση του άλμπουμ "In Pursuit". Γενικά, ο Αμερικανός μουσικός παίζει ένα παιχνίδι συναλλαγής με τους δασκάλους του· και με όσους ο ίδιος αναγνωρίζει ως επιρροές στις κατά καιρούς συνεντεύξεις (Herbie Hancock, Paul Bley κ.ά.), μα και με εκείνους που αποφεύγει να αναφέρει. Σαν τον Keith Jarrett για παράδειγμα, στον αστερισμό του οποίου και κινείται ("Toward Awakening"), φανερά μαγεμένος από τη γλυκύτητά του και από τους τρόπους που εντάσσει ολάκερες παλέτες συναισθημάτων μέσα σε ολιγαρκείς, απλωτές συνθέσεις.

Η συναλλαγή, τώρα, έγκειται στο ότι ο Parks έρχεται μεν πολύ καλά διαβασμένος, αλλά χωρίς την κοντόφθαλμη προσέγγιση του αριστούχου απουσιολόγου. Έχει και ο ίδιος τις απόψεις του για όλα αυτά που έχει μάθει και θαυμάζει και διαθέτει αρκετή αυτοπεποίθηση για να τις ρίξει στο δημιουργικό ρινγκ. Αποσυρόμενος στη μελαγχολική αναπόληση του "Past Presence", εκτινασσόμενος δυναμικά προς το κυνήγι της τρέχουσας ζωής στο προαναφερόμενο "In Pursuit", αγγίζοντας το έξοχο στο "Branchings", δίνοντας ρεσιτάλ κομψότητας στο "River Ways", διαφεύγοντας τελικά ακόμα και από ένα χαλαρά οριοθετημένο τζαζ πλαίσιο στο "Reverie", όπου αφήνεται σε ένα ανοιχτό φλερτ με τον Béla Bartók.

Το 7 αδικεί τον Parks, αλλά διστάζω να του χαρίσω το 8. Πρέπει πιστεύω να αυτονομηθεί κομματάκι περισσότερο από τον Keith Jarrett, πράγμα βέβαια καθόλου εύκολο. Καθώς αποδεικνύει όμως πως τα έχει τα φόντα, νομίζω πως δικαιούμαστε να του το ζητήσουμε: ο ίσως πιο διακεκριμένος Αμερικανός πιανίστας της γενιάς του οφείλει να στοχεύσει πιο πάνω. Κλείνοντας, θα ήθελα να επαινέσω και τον Manfred Eicher. Όχι για την παρουσία του, μα για την... απουσία του! Απαιτείται, βλέπετε, πολύ υψηλό επίπεδο αντίληψης και καθαρότητας νου να είσαι ο Eicher και να κρίνεις πως κάποιος άλλος είναι πιο αρμόδιος από σένα για να αναλάβει την παραγωγή ενός τέτοιου άλμπουμ. Εν προκειμένω, ο (νοτιο)Κορεάτης Sun Chung, ο οποίος κατέθεσε υποδειγματική δουλειά.

 

{youtube}KIdQ1-1aHh4{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured