Εισαγωγή στο σκότος

Στο πρώτο μέρος της "Εισαγωγής στο σκότος" περιηγηθήκαμε στις θεμελιώδεις δεκαετίες του 1970 και 1980, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε το αναπόφευκτο. Ο σκοτεινός ήχος είναι πολυσχιδής, πολυποίκιλος, και απλώνεται στα διάφορα μουσικά είδη περισσότερο ως φιλοσοφία, αισθητική και στάση ζωής παρά ως κατάλογος συστατικών στοιχείων. Ακούγοντας τους αγαπημένους μου κατάμαυρους δίσκους από τις επόμενες τρεις δεκαετίες, κατάλαβα πως το εγχείρημά μου, να καταγράψω είκοσι «εισαγωγικούς» δίσκους ήταν μάλλον πολύ πιο φιλόδοξο απ’ ότι είχα αρχικά κατά νου. Γιατί η αλήθεια είναι πως οι ραγδαίες τεχνολογικές και εμπορικές εξελίξεις που έφερε η ευρεία χρήση της τηλεόρασης και αργότερα του διαδικτύου επέτρεψαν στο αλλόκοτο να φτάσει και να επηρεάσει ολοένα περισσότερα αυτιά, διευρύνοντας ολοένα τον ορισμό του.

Δεκαετία του 1990

Στο συλλογικό θυμικό τα 90s ήταν η δεκαετία του hip hop, του MTV, και φυσικά του Kurt Cobain και των λοιπών grunge συνοδοιπόρων του. Κι όμως πίσω από τα φώτα του Seattle και τα φανταχτερά βίντεο του MTV, ο σκοτεινός ήχος των 90s εξελισσόταν αθόρυβα, με τις παλιές goth και post-punk φόρμες των 80s να δίνουν τη θέση τους σε νέα μουσικά κράματα, πιο βαριά, πιο βιομηχανικά, πιο εσωτερικά – χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι μεγάλες μπάντες της προηγούμενης δεκαετίας σταμάτησαν να παράγουν εκπληκτικό έργο, μεταξύ του οποίου βρίσκουμε το The Rapture των Siouxsie & The Banshees, το Wish των The Cure και άλλα. Στον νέο κόσμο, που μόλις ανακάλυπτε την ψηφιακή του ψυχή, οι μηχανές του industrial, τα riffs του gothic metal και οι θρηνωδίες της darkwave έδωσαν τον χαρακτηριστικό παλμό.

Nine Inch Nails – The Downward Spiral (1994, Nothing / Island)

Οι NIN του Trent Reznor, με το The Downward Spiral, δημιούργησαν έναν από τους πιο επιδραστικούς δίσκους των 90s. Συνδυάζοντας industrial θόρυβο, ηλεκτρονική παραγωγή και βαθιά προσωπική θεματολογία, κατέγραψαν με ακρίβεια το υπαρξιακό αδιέξοδο μιας γενιάς, με τη μουσική είναι εσωτερική, με το distortion και τις μηχανικές υφές να αντικατοπτρίζουν τη σύγχυση και την αποξένωση της εποχής. Είναι ο βιομηχανικά και τεχνολογικά σκοτεινός ήχος μιας εποχής που έχασε την πίστη της στον άνθρωπο, αλλά δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει στις μηχανές.

Paradise Lost – Draconian Times (1995, MFN / Relativity)

Το σκοτάδι στα ‘90s εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό μέσα από το μεταλλικό, σκληρό ρομαντισμό, και η αλήθεια είναι πως αν ήμουν πραγματικά υποκειμενική, κάπου εδώ θα έβαζα το Zoon των The Nephilim ή το Bloody Kisses των Type O Negative. Όμως, δικαίως το Draconian Times των Paradise Lost αποτελεί σημείο καμπής για το gothic metal και για τη δεκαετία συνολικά. Εδώ οι Βρετανοί καταφέρνουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στη βαρύτητα του metal και τη μελαγχολία της darkwave, δημιουργώντας έναν ήχο πλούσιο, δραματικό και μελωδικό. Οι στίχοι και οι ερμηνείες του Nick Holmes, ο οποίος υιοθέτησε μία πιο «καθαρή» εκφορά σε σχέση με τους πρώτους δίσκους της μπάντας, εκφράζουν μια αίσθηση απώλειας και υπαρξιακής κόπωσης, ενώ η παραγωγή προσδίδει στον δίσκο έναν σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα. Είναι ίσως η πιο ολοκληρωμένη στιγμή του συγκροτήματος και ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά άλμπουμ του 90s goth ήχου.

Nick Cave & The Bad Seeds – Murder Ballads (1996, Mute Records)

Το όνομα του Nick Cave δεν θα μπορούσε να λείπει από μία λίστα για τον σκοτεινό ήχο, μιας και η καριέρα του, μέσα από χαρακτηριστικές, αξιόλογες δουλειές, εκτείνεται και στις πέντε δεκαετίες που παρουσιάζουμε εδώ. Στο Murder Ballads του 1996, ο Nick Cave εξερευνά την παράδοση της λαϊκής αφήγησης γύρω από τη βία και το (ερωγτικό) έγκλημα, μεταφέροντάς την στο δικό του ποιητικό, σκοτεινό σύμπαν. Ο δίσκος εναλλάσσει ωμότητα και ειρωνεία, με κομμάτια που μοιάζουν με μικρές θεατρικές σκηνές. Εδώ, το σκοτάδι δεν είναι μεταφυσικό, αλλά ανθρώπινο, μια αντανάκλαση της ηθικής ασάφειας και των παθών. Με τη συμμετοχή καλλιτεχνών όπως η PJ Harvey, η Anita Lane και η Kylie Minogue, ο Cave μετατρέπει τη βία σε τέχνη με ψυχραιμία και κατάμαυρο χιούμορ.

The Frozen Autumn – Fragments of Memories (1997, Elbon Records)

Από τα ψυχρά δωμάτια της Ιταλίας έρχεται ένας ήχος που δεν ανήκει πουθενά και σε κανέναν χρόνο . Το Fragments of Memories συνδυάζει την αισθητική των 80s με μια πιο ψυχρή, ψηφιακή προσέγγιση, προαναγγέλλοντας το ηλεκτρονικό σκοτάδι που θα κυριαρχήσει την επόμενη δεκαετία. Οι μελωδίες είναι μελαγχολικές, τα συνθεσάιζερ υποβλητικά και η ατμόσφαιρα έντονα νοσταλγική, χωρίς όμως να καταφεύγει στον ρομαντισμό, σε ένα δίσκο-γέφυρα ανάμεσα στο παλιό και το νέο σκοτάδι, που επηρέασε αισθητικά και ουσιαστικά δεκάδες μπάντες της επόμενης δεκαετίας.

Δεκαετία του 2000

Στο γύρισμα του αιώνα, ο σκοτεινός ήχος βρήκε τον εαυτό του μέσα στην αντανάκλαση στην οθόνη. Το Millenium έφερε την αίσθηση ενός τεχνολογικού τέλους και μιας νέας αρχής, και εμβληματικές ταινίες που κυκλοφόρησαν στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, όπως το Blade (1998) και το Matrix (1999) είχαν λειτουργήσει σαν προοικονομία για αυτό που θα ακολουθούσε – έναν κόσμο όπου το σκοτάδι θα ήταν πια ψηφιακό, τεχνητό, προγραμματισμένο. Το goth πέρασε μέσα από τις κυκλώματα των υπολογιστών και έγινε cybergoth, darkwave, futurepop, μια μουσική του ψυχρού ρομαντισμού και της τεχνολογικής μέθης. Τα νυχτερινά club, οι υπολογιστές, οι φωτισμένες με neon πόλεις και οι κυβερνοάνθρωποι του μέλλοντος έφτιαξαν το νέο περιβάλλον μέσα στο οποίο ο ήχος του σκότους μετεξελίχθηκε από τις αρχικές του νόρμες.

Diary of Dreams – Nigredo (2004, Accession)

Εκπροσωπώντας το νέο-ρομαντικό darkwave, το κονσεπτικό, βασισμένο σε μία ιδιότυπη μυθολογία, Nigredo των Diary of Dreams αποτελεί τη σκοτεινή ρομαντική ψυχή των 00s. Ο Adrian Hates εγκαταλείπει σε μεγάλο βαθμό τις νεορομαντικές υπερβολές των προηγούμενων δίσκων και εστιάζει σε μια πιο ψυχρή, ηλεκτρονική προσέγγιση, όπου η παραγωγή αποκτά βιομηχανική ακρίβεια χωρίς να χάνει το συναίσθημα. Οι στίχοι του, υπαρξιακοί και εσωτερικοί, αγγίζουν θέματα απώλειας, αποξένωσης και προσωπικής αναζήτησης με συγκρατημένη ένταση. Το Nigredo συμπυκνώνει τη μετάβαση του σκοτεινού ήχου στη νέα χιλιετία: λιγότερο θεατρικός, πιο στοχαστικός, πιο «τεχνητός» αλλά ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινος.

Have a Nice Life – Deathconsciousness (2008, Enemies List Home Recordings)

Το Deathconsciousness – που αποτελεί έναν από τους διαχρονικά προσωπικούς αγαπημένους μου δίσκους- είναι ένα από τα πιο παράδοξα και σημαντικά άλμπουμ του σύγχρονου σκοτεινού ήχου. Ο Dan Barrett και ο Tim Macuga, με ελάχιστα μέσα και χωρίς υποστήριξη δισκογραφικής, δημιούργησαν ένα διπλό έργο που ακροβατεί ανάμεσα σε post-punk, shoegaze, ambient και drone, χτίζοντας ένα σύμπαν μοναχικό και υπαρξιακό. Η lo-fi παραγωγή δεν είναι αδυναμία αλλά αισθητική επιλογή, με τη  θαμπάδα, τις παραμορφωμένες φωνές και τα μακρόσυρτα reverb λειτουργούν σαν αντήχηση μιας εποχής εσωτερικής πάλης.
Πέρα από τη μουσική του αξία, ο δίσκος απέκτησε σχεδόν μυθολογικό χαρακτήρα μέσα από την online κοινότητα, μιας και blogs, forums και αρχεία mp3 έγιναν ο τρόπος διάδοσής του, καθιστώντας το Deathconsciousness σύμβολο μιας γενιάς που βίωσε την απομόνωση και την αυτοαναφορικότητα του διαδικτύου. Είναι ένα έργο-ορόσημο, όχι μόνο για το πώς ακούγεται, αλλά και για το πώς υπάρχει, ως μια DIY αποκάλυψη για την εποχή μετά την πίστη.

Δεκαετία του 2010

Η δεκαετία του 2010 κινήθηκε σαν εκκρεμές που επέστρεφε στα 80s, όχι για να τα αντιγράψει, μα για να τα επανερμηνεύσει μέσα από την απόσταση της οθόνης. Η θεωρία του 30-year pendulum, σύμφωνα με την οποία κάθε τρεις δεκαετίες, η ποπ κουλτούρα – μουσική, μόδα, κινηματογράφος, αισθητική – επιστρέφει στα μοτίβα μιας παλαιότερης εποχής, αλλά με αναθεωρημένο βλέμμα, επιβεβαιώθηκε σχεδόν ειρωνικά. Τα ίδια συνθεσάιζερ και drum machines που άλλοτε εξέφραζαν το νεανικό άγχος του Ψυχρού Πολέμου, τώρα απέκτησαν νέα λειτουργία, αποτυπώνοντας την αποξένωση της ψηφιακής εποχής, με το συναίσθημα να γίνεται πιο επίπεδο, ο ήχος πιο αυστηρός, το βλέμμα πιο ψυχρό. Οι μπάντες, δε, που γέννησε αυτή η δεκαετία έγιναν από τις πιο αγαπημένες της γενιάς μας (βλέπε She Past Away, Boy Harsher, Drab Majesty κ.α.).

Lebanon Hanover – Tomb for Two (2013, Fabrika Records)

Οι Lebanon Hanover είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική μπάντα της λεγόμενης “coldwave αναβίωσης” των 2010s. Με το Tomb for Two, το δίδυμο των Larissa Iceglass και William Maybelline αποτυπώνει την απόσταση και την ψυχρότητα της σύγχρονης ζωής μέσα από ελάχιστα μέσα: λιτά συνθεσάιζερ, επαναλαμβανόμενα μοτίβα και φωνές χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Η αισθητική τους θυμίζει Bauhaus και Joy Division, αλλά το αποτέλεσμα είναι απολύτως σύγχρονο, μια νέα μορφή σκοτεινού μινιμαλισμού που ενέπνευσε πολλούς και αγαπήθηκε από περισσότερους.

Chelsea Wolfe – Abyss (2015, Sargent House)

Η Chelsea Wolfe συνδύασε το folk υπόβαθρο με στοιχεία doom, industrial και dark ambient, δημιουργώντας έναν ήχο που είναι ταυτόχρονα εύθραυστος και επιβλητικός. Στο Abyss, η σκοτεινή της αισθητική ωριμάζει: βαριές κιθάρες, πειραγμένες φωνές και μια διαρκής αίσθηση ονείρου που ακροβατεί με τον εφιάλτη. Οι στίχοι περιστρέφονται γύρω από τον ύπνο - και κυρίως, της απουσία αυτού, το τραύμα και τη μνήμη, ενώ η παραγωγή δίνει στον δίσκο μια σχεδόν κινηματογραφική ένταση. Είναι η στιγμή που το σκοτάδι της γίνεται σύγχρονο, άμεσο και απτό, απόλυτα βιωματικό, με την Chelsea Wolfe να παρουσιάζεται με την έως τότε πιο βαριά δισκογραφική στιγμή της, κερδίζοντας επάξια μία θέση μεταξύ των σύγχρονων goth ιεριών.

Molchat Doma – Этажи (Etazhi) (2018, Detriti Records)

Οι Molchat Doma είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση του πώς ο σκοτεινός ήχος των 2010s πέρασε οριστικά στην εποχή του διαδικτύου. Με το Etazhi, το τρίο από το Μινσκ συνδύασε την κληρονομιά του σοβιετικού new wave με τη minimal αισθητική της coldwave, δημιουργώντας έναν ήχο αυστηρό, επαναληπτικό και σχεδόν αρχιτεκτονικό, όπως οι μπρουταλιστικές πολυκατοικίες που κοσμεί το εξώφυλλο του άλμπουμ. Η μουσική τους, λιτή και μηχανική, είναι το σημείο που ο μετασοβιετικός ρεαλισμός συναντά την παγκόσμια ψηφιακή κουλτούρα. Μέσα από το διαδίκτυο —και ιδιαίτερα μέσω πλατφορμών όπως το YouTube και το TikTok— οι Molchat Doma έγιναν σύμβολο μιας νέας γενιάς που ανακάλυψε το “sovietwave”: μια κουλτούρα που μετατρέπει τα φαντάσματα του ανατολικού μπλοκ σε αισθητική και ήχο. Το Etazhi αποδεικνύει πως το σκοτάδι δεν είναι πια γεωγραφικά ή πολιτισμικά περιορισμένο, αλλά ανήκει στο παγκόσμιο, συνδεδεμένο δίκτυο μιας μοναξιάς που είναι πλέον κοινή.

Selofan – Vitrioli (2018, Fabrika Records)

Οι Selofan, από την Αθήνα, κατάφεραν να δώσουν στο διεθνές darkwave μια νέα, ιδιαίτερη ταυτότητα. Στο Vitrioli, ο συνδυασμός ελληνικού και αγγλικού λόγου, αναλογικών συνθεσάιζερ και θεατρικών ερμηνειών δημιουργεί μια ατμόσφαιρα έντονη και οικεία. Το άλμπουμ κινείται ανάμεσα στη μελαγχολία και την ειρωνεία, ενώ η παραγωγή του ισορροπεί ανάμεσα στο ρετρό και το σύγχρονο. Είναι ένα από τα πιο ώριμα και προσωπικά έργα του σύγχρονου darkwave, και μια απόδειξη ότι το «σκοτάδι» παραμένει ζωντανό και δημιουργικό, ακόμη και στη μεσογειακή του εκδοχή. Να σημειωθεί εδώ πως η Ιωάννα Παυλίδου και ο Δημήτρης Παυλίδης, το ντουέτο πίσω από τους Selofan, ευθύνονται επίσης για την ελληνική δισκογραφική Fabrika Records, που έχει φιλοξενήσει και αναδείξει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά διεθνή ονόματα του νέου σκοτεινού ήχου, όπως οι Lebanon Hanover, οι She Past Away, ο Qual, και η Jennifer Touch - γι΄αυτό άλλωστε δικαιωματικά βρίσκονται σε αυτή εδώ τη λίστα. 

Αντί επιλόγου

Αν έπρεπε να ολοκληρώσω αυτό το κείμενο με μια σημείωση προς την έφηβη Εύη, αυτή θα ήταν πως ο σκοτεινός ήχος δεν είναι απλώς μουσική, κι έτσι αυτά τα είκοσι άλμπουμ της λίστας είναι μόνο η αρχή μιας συναρπαστικής εξερεύνησης που μπορεί να οδηγήσει σε υπέροχα αισθητικά, κινηματογραφικά, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά μονοπάτια. Η σκοτεινή Τέχνη, άλλωστε, συνεχής συνθήκη του ανθρώπινου αισθήματος, ένας καθρέφτης των πάθων, των απωλειών και των σκιών που συνοδεύουν τη ζωή. Φλερτάροντας με το απόκοσμο, τον έρωτα, τη μοναξιά και τη μελαγχολία, υιοθετεί κάθε φορά ένα νέο προσωπείο, άλλοτε βιομηχανικό και μηχανικό, άλλοτε ηλεκτρονικό και ψυχρό, άλλοτε δραματικό και υπερβατικό, άλλοτε κιθαριστικό και ψιθυριστό, χωρίς ποτέ να χάνει την ουσία της. Μέσα από τις συνεχείς μεταμορφώσεις της, παραμένει παρούσα, ανεξάρτητα από τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις εμπορικές τάσεις ή τα αισθητικά ρεύματα. Είναι η διαρκής υπενθύμιση ότι το σκοτάδι δεν είναι έλλειψη φωτός, αλλά ένας τόπος εντός μας, χώρος στοχασμού, συναισθηματικής έντασης και ανοιχτής δυνατότητας μεταμόρφωσης. Καθώς οι δεκαετίες συνεχίζουν να κυλούν, το σκοτάδι θα ξαναεμφανίζεται, φορώντας νέα πρόσωπα, ακολουθώντας τους ήχους που καθρεφτίζουν τις αβυσσαλέες επιθυμίες και φόβους μας, διατηρώντας την υπόσχεση ενός μουσικού ταξιδιού που δεν τελειώνει ποτέ.

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured