Ε2-Ε4
Γιάννης Παπαϊωάννου

   

Αυτό το άλμπουμ γεννήθηκε από ένα απόγευμα αυτοσχεδιασμού, αλλά ακούγεται (και πάντα θα ακούγεται) σαν να υπήρχε εκεί από πάντα. Σαν να το ανακάλυψε ο δημιουργός του και όχι να το συνέθεσε. Μια ώρα μουσικής που δεν κορυφώνεται, δεν λυτρώνει, δεν κλείνει το μάτι στον ακροατή. Επιμένει. Υπομένει. Σου μαθαίνει να ακούς αλλιώς τον χρόνο, όπως μαθαίνεις να κοιτάς αλλιώς μια πόλη μετά τα τριάντα.

Το E2–E4 δεν είναι προϊόν παραγωγής, αλλά καταγραφή ενός γεγονότος: μιας ώρας συνεχούς αυτοσχεδιασμού, παιγμένης σχεδόν μονορούφι, ένα απόγευμα προς βράδυ (12 Δεκεμβρίου του 1981), χωρίς κοινό, χωρίς πρόθεση «δημιουργίας αριστουργήματος», χωρίς καν τη φιλοδοξία του δίσκου. Σαν να ήθελε ο Manuel Göttsching την ταινία να γράφει, να αναπνέει, να νιώθει και να αποτυπώνει τις νότες πάνω στην μαγνητική της επιφάνεια.

Το πλαίσιο όμως είχε ήδη στηθεί χρόνια πριν. Το E2–E4 δεν εμφανίζεται από το πουθενά. Είναι απόσταγμα μιας ολόκληρης γενεαλογίας του krautrock, όχι της εκρηκτικής ή της ψυχελικής, ούτε της κοσμικής ή της αστρικής, αλλά της πειθαρχημένης, της υπνωτικής, της επαναλαμβανόμενης. Εκείνης που ξεκινά από το motorik βηματισμό των Neu!, περνά από τις κοσμικές επεκτάσεις των Tangerine Dream και φτάνει στη φιλοσοφική εμμονή των Ash Ra Tempel. Και φυσικά ο Manuel Göttsching ήταν μέσα σε όλα αυτά ως πρωτεργάτης του ήχου.

Στους Ash Ra Tempel έμαθε τη δύναμη της έκστασης. Στα μακρόσυρτα freak-outs των αρχών των 70s, εκεί όπου η κιθάρα παρέδιδε τον απόλυτο έλεγχο του "χασίματος", ο Göttsching κατάλαβε κάτι κρίσιμο: η ελευθερία χρειάζεται όρια για να μη διαλυθεί. Το ίδιο μάθημα κουβαλά και το E2–E4. Μόνο που εδώ τα όρια δεν είναι ψυχεδελικά ξεσπάσματα, αλλά μια αυστηρή αλληλουχία αρπισμάτων, ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σχεδόν εμμονικά, σαν μαθηματική προσευχή.

Η ηχογράφηση είναι λιτή, σχεδόν ασκητική. Sequencers, drum machines σε ήπιο παλμό, συνθεσάιζερ χωρίς καμία επίδειξη. Καμία κιθαριστική επίδειξη, κανένα περίεργο σόλο (σχεδόν) για την ιστορία. Όλα δουλεύουν υπόγεια. Η μουσική δεν εξελίσσεται με τον παραδοσιακό τρόπο, αλλά μετατοπίζεται ανεπαίσθητα, όπως αλλάζει το φως σε ένα δωμάτιο χωρίς να το καταλάβεις. Εκεί βρίσκεται και η μεγάλη συγγένεια με το krautrock, δηλαδή στη νοοτροπία, που αντιμετωπίζει την μουσική ως συνεχή ροή, και όχι ως αφήγηση.

Δεν είναι τυχαίο που το E2–E4 μοιάζει περισσότερο με ηχογραφημένο χρόνο παρά με κάποιο προσεκτικά δομημένο άλμπουμ. Είναι περισσότερο μια ιδιωτική τελετουργία που τυχαία βρέθηκε στα χέρια μας. Και ίσως γι’ αυτό αργήσαμε να την μάθουμε, να την καταλάβουμε, να την εμπεδώσουμε. Οι πρώτες αντιδράσεις στο άλμπουμ ήταν χλιαρές - πολύ επαναληπτικό, πολύ «λίγο» για την εποχή του. Μέχρι που κάποιοι DJs, κυρίως στη Νέα Υόρκη, κατάλαβαν κάτι που η κριτική δεν είχε ακόμη λέξεις να περιγράψει: αυτό το «λίγο» ήταν ακριβώς το μέλλον.

Στα θρυλικά set του David Mancuso στο Loft, το E2–E4 παιζόταν ολόκληρο, σαν ενιαίο σώμα. Όχι φυσικά για να χορέψει κανείς με τον συμβατικό τρόπο στην πίστα, αλλά για να συγχρονιστεί. Κι από εκεί, σχεδόν υπόγεια, πέρασε στο Ντιτρόιτ. Juan Atkins, Derrick May, Carl Craig, όλοι άκουσαν σε αυτή τη μία ώρα το blueprint μιας μουσικής που δεν χρειαζόταν ρεφρέν, μόνο παλμό και επιμονή. Και κάπως έτσι το krautrock, μεταφρασμένο σε ηλεκτρονικό μινιμαλισμό, έβρισκε νέα ζωή.

Ο ίδιος ο Göttsching έβλεπε πάντα το E2–E4 με μια περίεργη απόσταση, σχεδόν καχύποπτα. Για εκείνον ήταν ένα στιγμιότυπο, και σε καμία περίπτωση το opus magnum του. Μπορεί να είχε και δίκιο. Αλλά η πραγματική του δύναμη δεν βρίσκεται σε καμία περίπτωση στην πρόθεση, αλλά σε αυτό το υπέροχο ατύχημα. Στο ότι κάτι τόσο αυστηρό, τόσο περιορισμένο, τόσο «κλειστό», άνοιξε τελικά έναν ολόκληρο κόσμο.

Στο E2–E4 ο ήχος δεν είναι αισθητική επιλογή αλλά ίχνος μηχανικής μνήμης. Ο παλμός στηρίζεται στο σπάνιο EKO ComputeRhythm, ένα drum machine σχεδόν προϊστορικό, με τρόπο προγραμματισμού που προανήγγειλε το TR-808 χρόνια πριν καν αυτό γίνει μύθος. Ο μεταλλικός, σχεδόν «μπουκάλινος» ήχος που αιωρείται στο φόντο μοιάζει με κάποιο ring-modulated φάντασμα, ίσως οδηγημένο από ARP sequencer, ίσως πυροδοτημένο απευθείας από τo EKO, κανείς δεν είναι βέβαιος, κι αυτή η ασάφεια ταιριάζει απόλυτα στη φύση του δίσκου. To άλμπουμ ηχογραφήθηκε στο δικό του Studio Roma στο Βερολίνο, όπου εκεί έγινε και η πρώτη ηχογράφηση το 1974, το σόλο άλμπουμ του, Inventions For Electric Guitar (1974, Cosmic Music). Ο Manuel συνέχισε να ηχογραφεί στο στούντιο για περίπου είκοσι χρόνια. Η μπάσα γραμμή φέρει έντονα το αποτύπωμα ενός Minimoog Ήδη από το Inventions for Electric Guitar (το κύκνειο άσμα των Ash Ra Tempel και ταυτόχρονα η πρώτη σόλο χειρονομία του Göttsching) είχε στραφεί μακριά από την kosmische έκσταση προς τον μινιμαλισμό του Terry Riley και του Steve Reich. Ρυθμοί αφρικανικής καταγωγής, επαναλήψεις σαν ανάσες, μία κιθάρα ως κεντρικό νευρικό σύστημα, μια εμμονή που ωρίμασε αργά και βρήκε στο E2–E4 την πιο καθαρή, σχεδόν αναπόφευκτη, μορφή της.

Σήμερα, το E2–E4 στέκεται σαν γέφυρα: Από το krautrock στην techno, από την κιθάρα στο sequencer, από την ψυχεδέλεια στη νηφαλιότητα και στα αιώνια balearic κύματα. Ένας δίσκος που δεν υπόσχεται τίποτα και γι’ αυτό αντέχει τα πάντα. Σαν μια σκακιστική παρτίδα χωρίς τέλος, όπου κάθε κίνηση μοιάζει ίδια, μέχρι να καταλάβεις ότι ακριβώς εκεί μέσα κρύβεται όλο το παιχνίδι.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured