Jack DeJohnette

Ο Jack DeJohnette, ντράμερ με απαράμιλλη δεξιοτεχνία και ευελιξία που τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους οργανοπαίκτες της jazz των τελευταίων πέντε δεκαετιών, και αναντικατάστατο μέλος καθοριστικών σχημάτων όπως το κουαρτέτο του Charles Lloyd στα μέσα της δεκαετίας του ’60, η ηλεκτρισμένη μπάντα του Miles Davis στα τέλη του ’60 και στις αρχές του ’70, αλλά και το μακρόβιο ακουστικό τρίο του Keith Jarrett, πέθανε την Κυριακή στο Kingston της Νέας Υόρκης. Ήταν 83 ετών.

Εκπρόσωπος της οικογένειας, η Joan Clancy, δήλωσε πως η αιτία θανάτου, στο νοσοκομείο, ήταν συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.

Ο DeJohnette ξεχώρισε κατά τη δεκαετία του ’60, σε μια περίοδο που η jazz άνοιγε τα όριά της προς πολλές κατευθύνσεις: αντλούσε υφές από τη rock, το R&B και διεθνείς μουσικές παραδόσεις, ενώ αγκάλιαζε την ατρόμητη αφαίρεση. Η προσέγγισή του, άλλοτε ψιθυριστή, άλλοτε εκρηκτική, πότε βαθιά swing και πότε άγρια funk, υπήρξε γέφυρα ανάμεσα στο παλιό και το νέο. «Νιώθω σαν να χρωματίζω με τα ντραμς», είχε πει σε μια βιντεοσυνέντευξη το 2015, παρομοιάζοντας τον εαυτό του με «ζωγράφο». «Μπορώ να δουλεύω μέσα στον χρόνο, αλλά μπορώ και να τον υπερβαίνω, να είμαι πιο ελαστικός μ’ αυτή την έννοια».

Πριν γίνει ο ντράμερ που άλλαξε τη ροή της jazz, ο Jack DeJohnette καθόταν μπροστά σε ένα πιάνο. Έπαιζε πλήκτρα, αναζητούσε αρμονίες, χτίζοντας το πρώτο του λεξιλόγιο στον κόσμο του ήχου. Κι όμως, κάπου ανάμεσα σε πλήκτρα και παύσεις, τον περίμεναν τα ντραμς: ένα όργανο που δεν περιορίζεται σε νότες αλλά δημιουργεί το ίδιο τον χρόνο. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Charles Lloyd τον κάλεσε να ενταχθεί σε ένα κουαρτέτο με τον νεαρό τότε Keith Jarrett και τον Cecil McBee, κάτι άρχισε να αλλάζει. Ξαφνικά, η jazz έβγαινε από τα smoky clubs και ανέβαινε σε ροκ σκηνές. Στο Fillmore του Σαν Φρανσίσκο, εκεί όπου έπαιζαν οι Jefferson Airplane, οι Grateful Dead, και οι Big Brother and the Holding Company, ακούστηκε ένας ήχος που δεν χωρούσε σε καμία ταμπέλα: φλεγόμενο post-bop με R&B καταβολές, ένας εκρηκτικός αυτοσχεδιασμός και μια μουσική που έμοιαζε πιο πολύ με ταξίδι παρά με παράσταση. Το 1967, στο Monterey Jazz Festival, το κομμάτι "Forest Flower" κατέγραψε αυτή τη μαγεία. Ένας δίσκος ζωντανός, που απέδειξε ότι η jazz δεν είναι κάποιο «ειδικό» είδος αλλά μια παγκόσμια ενέργεια, για αυτό και ακούστηκε στα ραδιόφωνα πέρα από κάθε προσδοκία.

Ο DeJohnette συνέχισε την ιστορία της jazz, την επέκτεινε, την ζωγράφισε ξανά. Σε κάθε δεκαετία, μια νέα μπάντα υπό την ηγεσία του: New Directions, Special Edition, σχήματα που αντιστοιχούσαν στο πώς εξελισσόταν η ίδια του η σκέψη. Μουσική σαν ποτάμι που δεν σταματά. Ο ίδιος ο Charles Lloyd, σε μια συνέντευξη το 2024, το είπε καλύτερα απ’ όλους: «Είναι ένας από τους πιο ευαίσθητους ντράμερ. Τότε "το είχε" και συνέχισε να "το έχει" σε όλες τις εκφάνσεις της μουσικής του, στα ντραμς, στο πιάνο, σε όσα ακούει στο μυαλό του ως συνθέτης».

Γι' αυτό η ιστορία του είναι η ιστορία κάποιου που δεν φυλακίστηκε ποτέ στον ρυθμό, αντίθετα τον απελευθέρωσε. Κάποιος που δεν έβλεπε τη μουσική σαν επάγγελμα, αλλά σαν διάλογο ανάμεσα σε καρδιές και ακτίνες φωτός. Γιατί αν υποθετικά ο χρόνος είναι καμβάς, τότε ο σπουδαίος αυτός ντράμερ ήταν από τους λίγους που μπορούσαν να ζωγραφίσουν πάνω του.

Ο DeJohnette συνέχισε να παίζει με τον Bill Evans, πριν στρατολογηθεί στην μπάντα του Miles Davis το 1969. Στο "Bitches Brew", το άλμπουμ του 1970 που όρισε την ηλεκτρική fusion στροφή του Davis, τα κοφτά backbeats του DeJohnette (σε συνεργασία με άλλους ντράμερ) αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του πυκνού, ψυχεδελικού ήχου της μπάντας. Στις ζωντανές εμφανίσεις, όπως και στο υλικό του άλμπουμ "Live-Evil" του 1971, ο DeJohnette ανέβαζε την ένταση: συνδύαζε κινητική ορμή με έναν ολισθηρό, ασταθή ρυθμό, χαρίζοντας στη μουσική μια πτητική ενέργεια που αντλούσε εξίσου από το funk και την jazz, χωρίς όμως να μοιάζει ακριβώς με κανένα από τα δύο. Όπως παρατήρησε ο Davis στα απομνημονεύματά του, ο DeJohnette «μου έδινε ένα βαθύ groove πάνω στο οποίο απλώς λάτρευα να παίζω».

Με τα δικά του σχήματα, όπως οι New Directions και οι Special Edition, έδειξε το συνθετικό του χάρισμα και το διαρκές ενδιαφέρον του για όλο το ρυθμικό φάσμα της jazz, από υφές ελεύθερης φόρμας μέχρι αιχμηρά backbeats και καταρρακτώδες swing. Το τρίο με τον Jarrett και τον Gary Peacock ηχογράφησε για πρώτη φορά μαζί υπό την ηγεσία του Peacock το 1977 και έκανε επίσημο ντεμπούτο το 1983 με το άλμπουμ "Standards, Vol. 1". Αποφεύγοντας τις πρόβες και εστιάζοντας στον βασικό ρεπερτόριο, το τρίο με τον Jarrett τυπικά επικεφαλής, βάσει της αρχικής ιδέας «τι θα γινόταν αν ήμασταν όλοι sidemen;», αφιερώθηκε σε φρέσκες, ζωντανές ερμηνείες του Great American Songbook. Έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα live acts της jazz και νέο ορόσημο για την ακουστική, μικρής σύνθεσης προσέγγιση, μετά από μια περίοδο κυριαρχίας της ηλεκτρικής fusion.

«Πώς αντέξαμε τόσα χρόνια;», είχε απαντήσει ο DeJohnette σε ερώτηση στο podcast The American Radio Show, προς το τέλος της τριακονταετούς πορείας του τρίο. «Νομίζω επειδή παίζουμε κάθε κομμάτι σαν να είναι καινούργιο για πρώτη φορά. Και ήμασταν πάντα έτοιμοι να ακολουθήσουμε το απρόβλεπτο».

Ο Jack DeJohnette Jr. γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου 1942 στο Σικάγο. Μοναχοπαίδι του Jack DeJohnette Sr. και της Eva Jeanette (Wood) DeJohnette, μεγάλωσε στη νότια πλευρά της πόλης μαζί με τη μητέρα του και, νομικά, υιοθετήθηκε από τη γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας. Στο σπίτι, άκουγε jazz σε δίσκους 78 στροφών, αλλά και κλασική μουσική και το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του "Grand Ole Opry" στη συσκευή του σαλονιού. Γύρω στα 5 του χρόνια άρχισε να κάνει μαθήματα πιάνου, εξασκούμενος σε ένα spinet piano που είχε αγοράσει η γιαγιά του από έναν φίλο. Ο θείος του, Roy Wood Sr., ραδιοφωνικός παρουσιαστής και jazz disc jockey (και πατέρας του κωμικού Roy Wood Jr.), ενθάρρυνε το ενδιαφέρον του Jack για τη μουσική και τον έπαιρνε μαζί του σε μουσικές σκηνές και clubs. Ο DeJohnette θυμόταν συχνά την πρώτη του «συμμετοχή» ζωντανά: όταν ανέβηκε στη σκηνή για να παίξει kazoo δίπλα στον θρυλικό blues κιθαρίστα T-Bone Walker.

Κάποιος φίλος είχε αφήσει ένα σετ ντραμς στο υπόγειο της οικογένειας DeJohnette, και ο Jack άρχισε να παίζει πάνω από δίσκους με Max Roach, Art Blakey και άλλους κορυφαίους jazz ντράμερ. Σε συνέντευξή του το 2011 για το πρόγραμμα προφορικής ιστορίας της jazz του Smithsonian Institution, είχε θυμηθεί: «Μου πήρε περίπου μία εβδομάδα για να αποκτήσω ανεξαρτησία στα χέρια και στα πόδια. Κάπως μου βγήκε φυσικά». Δούλεψε ως freelance ντράμερ, συνεργάστηκε με τον Sun Ra και τον σαξοφωνίστα Eddie Harris, και κάποιες φορές κάθισε στη σκηνή δίπλα στον John Coltrane. Με συμβουλή του πιανίστα Muhal Richard Abrams, συνιδρυτή του avant-garde συλλογικού AACM (Association for the Advancement of Creative Musicians), ο DeJohnette μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1966. Βυθίστηκε στη μουσική σκηνή της πόλης, παίζοντας συχνά στο Slugs’ Saloon στο East Village — κάτι που καταγράφηκε και στην αρχειακή κυκλοφορία του 2024 Forces of Nature, με μπάντα υπό την κοινή ηγεσία των Joe Henderson και McCoy Tyner, και με τον Henry Grimes στο μπάσο.

Μαθαίνοντας πως ο Charles Lloyd σχημάτιζε τη δική του μπάντα, ο DeJohnette τον πήρε τηλέφωνο και του πρότεινε να συνεργαστούν. Ο Lloyd συμφώνησε και οι δυο τους έστησαν μια ολοκαίνουρια σύνθεση που έμελλε να μείνει στην ιστορία.

Αφού ο DeJohnette αποχώρησε από τη μπάντα του Miles Davis το 1971, συνεργάστηκε για λίγο με τους Compost, ένα εκλεκτικό fusion σχήμα στο οποίο τραγουδούσε και έπαιζε ντραμς. Το 1972, σε μια ευρωπαϊκή περιοδεία, γνώρισε τον Manfred Eicher, ιδρυτή της επιδραστικής γερμανικής jazz εταιρείας ECM Records. Μετά από πρώιμες ηχογραφήσεις του για το label (μαζί με τον Keith Jarrett και τον κιθαρίστα John Abercrombie) έγινε βασικό μέλος της ECM, αρχικά ως sideman, και στη συνέχεια ως leader με το άλμπουμ του Untitled (1976), με όνομα του σχήματος Jack DeJohnette’s Directions.

Οι ηχογραφήσεις του τη δεκαετία του ’70 και ’80 επιβεβαίωσαν την εκπληκτική του ευρύτητα: Στο Gateway (1976), ηχογράφηση ενός τρίο χωρίς επίσημο leader (με τους Abercrombie και Dave Holland) ο DeJohnette κινήθηκε ανάμεσα σε κυματιστά grooves και εκρηκτικό, γρήγορο swing. Στο 80/81 (1980) του Pat Metheny, οι παρεμβάσεις του είναι από ρυθμικές εκρήξεις μέχρι ανάλαφρες πινελιές στα πιατίνια. «Παίζω ενάντια στους άλλους, όχι φορτωμένα… απλώς δυναμικά και επιθετικά», είχε πει στο DownBeat. «Μου αρέσει να προκαλώ τους συμπαίκτες μου: να παίζω μαζί τους και απέναντί τους. Εξαρτάται από το κομμάτι. Αν νιώσω πως ένα κομμάτι είναι πολύ άκαμπτο, του ρίχνω φωτιά για να χαλαρώσει και να μπει το πνεύμα στην μπάντα».

Και κάπως έτσι, με την ίδια σεμνότητα που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή, ο Jack DeJohnette είχε πει στους New York Times το 2024: «Νομίζω πως παίζω αρκετά καλά ώστε να μπορώ να διηγηθώ μια ιστορία». Μα στην πραγματικότητα, επί πέντε δεκαετίες και βάλε, έγραψε όλοκληρα κεφάλαια στη ζωντανή ιστορία της jazz. Ο ήχος του απλώθηκε σε κάθε της γωνία, από την ελεύθερη φόρμα μέχρι το ηλεκτρικό χάος, από το βαθύ groove μέχρι την ποιητική σιωπή.

Αν, λοιπόν, τα ντραμς μπορούν να μιλήσουν, ο Jack DeJohnette τα έκανε να θυμούνται. Και αυτό το αποτύπωμα, το ζεστό, ρυθμικό, και αληθινό, θα συνεχίζει να χτυπά σαν παλμός,
ακόμη κι εκεί που ο χρόνος σωπαίνει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured