Έφτασε πρόσφατα και το σίκουελ της φετινής επιστροφής του πιο καυτού pop icon. Ή μήπως πρόκειται για μια άλλη αισθητική προσέγγιση στην disco/electro/soul σημειολογία του πρώτου μέρους της 20-20 εμπειρίας; Ή μήπως είναι τα υπολείμματα που δεν χώρεσαν στο πρώτο ή μήπως η επέκτασή του, ώστε να αλληλοσυμπληρωθούν σαν ένα ενιαίο άλμπουμ δυόμισι ωρών; Η απάντηση δεν θα λάμψει μέσω του αισθητήριου του ακροατή, όπως θα συνέβαινε πριν μερικές δεκαετίες. Μετριέται αποκλειστικά σε κορπορατικά μεγέθη και ζυγίζεται με όρους ακριβού μάρκετινγκ.

Πέρα από τον σχεδιαστικό μηχανισμό που κίνησε το ακριβό brand Timberland –ορόσημο ταιριαστής συνεργασίας– το κρίσιμο ζήτημα για την κριτική προσέγγιση είναι το σημείο στο οποίο βρίσκεται δημιουργικά ο Justin μια επταετία μετά το FutureSex/LoveSounds, άλμπουμ που χωρίς δισταγμό μπορεί να θεωρηθεί για την περασμένη δεκαετία ό,τι και το Thriller για τα 1980s. Είναι δύσκολο στοίχημα το follow-up μετά από πολύχρονη αποχή και μετά από μια παράλληλη (ημι)επιτυχημένη κινηματογραφική καριέρα, και ακόμα πιο δύσκολα κερδίζεται με την τολμηρή διεύρυνση της ηχητικής παλέτας.

Το 4ο (ή το 3ο;) άλμπουμ του Justin Timberlake ξεχειλίζει από φιλοδοξία, καθώς κυοφορεί μια παράδοση δεκαετιών στην ποπ, το χιπ χοπ και το R’n’B. Ο Timbaland διαστέλλει χωρίς αίσθηση του μέτρου τους χρόνους και το βάθος πεδίου των τραγουδιών με άφθονα ενσωματωμένα πρελούδιαπολλαπλασιάζει τα ηχητικά ντεκόρ, τα υπερφορτώνει με πυκνές ιδέες και εμβόλιμα samples με neon αισθητική, αλλά στο τέλος καταλήγει να πλαδαρεύει και να αποδυναμώνει το αισθητικό αποτύπωμα. Καταφέρνει πάντως να κατασκευάσει έναν καλειδοσκοπικό φακό, μέσα απ’ τον οποίο μπορείς να παρατηρήσεις (μόνο) έναν καινούριο κόσμο χτισμένο από subwoofer και να χαζέψεις (αμέτοχος) έναν κατακλυσμό από breakbeat, τα οποία τυλίγονται σαν σπιράλ γύρω από ψυχεδελικά «μανιτάρια» μοντέρνας blue-eyed pop.

Ο Timbaland έχει λοιπόν εδώ τον ηγετικό ρόλο του κλειδοκράτορα των electro-funk πειραματισμών, με μόνο στόχο να μετατοπίσει αβίαστα στο σώμα του ακροατή τους κραδασμούς, σαν να κάνει επίδειξη δύναμης. Παίζει όμως στο δικό του πεδίο. Τραβάει τα βλέμματα σαν πλανόδιος ακροβάτης που πετάει στον αέρα και ξαναπιάνει τα κατακτημένα πτυχία από τη διατριβή στην κονσόλα του Prince και των Chic, χωρίς να προδίδει τη μοναδικότητά του.

Ο Timberlake, από την άλλη, είναι εδώ ένας φουτουριστικός crooner: με τα μελισματικά του φαλσέτο, τον καταιγισμό από φωνητικά τικ και τη μαγνητική του παρουσία είναι ο μπροστάρης αρωγός μιας meta-disco εποχής με ευδιάκριτη κοσμοθεωρία. Διαθέτει από μόνος του τη φυσική κομψότητα να επιβληθεί του υπερφορτωμένου από την παραγωγή παροξυσμού και επιδεικνύει την ανεπιτήδευτη άνεση που έχουν οι ελάχιστοι performers, όσοι μπορούν να γεφυρώσουν τη ντίσκο με τη neo-soul, διατηρώντας υγιή σχέση με τον πυρήνα του τραγουδιού.

Οι καλύτερες στιγμές αυτού του δεύτερου μέρους του 20/20 Experience είναι το “Don’t Hold The Wall”, αυτό το sci-fi pop διαμαντάκι με τα tribal κρουστά, το "Take Back The Night" με την αστική λουσάτη soul που αναγέννησε μέσω κρυογενετικής τους Love Unlimited Orchestra, το “Gimme What I Don’t Know (I Want)” το οποίο μοιάζει να ξεπήδησε από το Off The Wall του Michael Jackson, καθώς και το "You Got It On", που μοιάζει σαν να το φιλοτέχνησε ο Nick Martinelli λίγο αφότου έκανε εξαντλητική ηχοθεραπεία με δίσκους της Motown.

Το άλμπουμ εσωκλείει ένα πολύπλοκο σύμπαν στο οποίο ένας Quincy Jones από τον Άρη ακούγεται σαν να κατασκευάστηκε από διαγαλαξιακούς Isley Brothers που μετά από electro hangover βρέθηκαν σε κόντρα με τους κλώνους των Earth Wind & Fire... Πρόκειται για ένα εξοντωτικό χαρμάνι 70 λεπτών, τόσο ανοικονόμητο ώστε γίνεται αδύνατο να αφομοιωθεί, δεν πέφτει όμως κάτω από ένα υψηλό επίπεδο απόλαυσης –όσο τουλάχιστον δεν πνίγεται στην ίδια την πληθωρικότητά του. Όσο για τα δύο 20-20 Experience μαζί, «υπάρχει ένα σπουδαίο άλμπουμ εκεί μέσα», όπως λένε οι Αμερικάνοι...

 

{youtube}hntD7Xb4TjE{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured