Σερφάροντας στο Google για τους Φύλακες, δεν αργείς να συνειδητοποιήσεις ότι οι Θεματοφύλακες της παγκόσμιας indie κουλτούρας –«επιδραστικοί» bloggers (παρατεταμένο χασμουρητό), ακόμα και το δικαίως αυστηρό Pitchfork– επιχειρούν να τους συστήσουν ως τη μπάντα «του αδερφού της τραγουδίστριας των Cults». Αν μάλιστα θυμάσαι (πάει το παραμύθι), οι Cults είχαν συμμετάσχει στο προ τριετίας EP τους Guards –τι λες βρε παιδί μου...– ενώ δεν πρέπει να ξεχνάς ότι πρόκειται για side project των Willowz. Δεν ξέρω τι ενδοκοινοτικούς κώδικες επιχειρεί να αφυπνίσει μια τέτοια παρουσίαση, εμένα πάντως με τρώει να γράψω ότι: άντε, άντε, να τους είχες προσέξει τους Willowz στο soundtrack της Αιώνιας Λιακάδας εκείνου του Καθαρού Μυαλού• οι Cults ποιοι στο διάολο είναι;

Πίσω βέβαια από όλα αυτά, δεν έχεις τελικά παρά ένα ντεμπούτο. Και μπορεί οι επιμέρους φιγούρες που συναποτελούν τους Guards να έχουν παρελθόν στη μουσική, το σίγουρο είναι πάντως ότι κράτησαν εδώ τη συνθήκη του ντεμπούτο, παρουσιάζοντας μια δουλειά εκ φύσεως κοντά σε ό,τι έχει εμπνεύσει κατά καιρούς τον Richie, την Kaylie, τον Andy, τον Loren και τον John να ριχτούν κι εκείνοι στην περιπέτεια της δισκογραφίας. Σωστή λογική, διότι αντανακλάται έτσι στο αποτέλεσμα κάτι από τον ενθουσιασμό της περίστασης: ακόμα και στα πιο βαρετά σημεία, το διαισθάνεσαι ότι η μπάντα το διασκεδάζει. Αν μάλιστα φανείς καλοπροαίρετος, θα βρεις ότι (ενίοτε) οι Guards μπορούν να σε παρασύρουν με τούτο τους το feeling, ειδικά σε περιστάσεις όπως το "Silver Lining" ή το "Coming True", όπου δείχνουν ικανοί να σκαρώσουν κάτι το catchy και ευχάριστο, διατηρώντας και το indie και το ποπ της ταυτότητάς τους.

Από την άλλη, το In Guards We Trust δείχνει τους Guards ως τέκνα αυτής της καταραμένης για το ροκ εν ρολ εποχής της οποίας ηγήθηκαν οι Strokes με εκείνον τον δίσκο. Το έχω νομίζω ξαναπεί, λυπάμαι όσα παιδιά ένιωσαν τη φλόγα του ροκ εν ρολ να τους καίει τα σωθικά εξ αιτίας των Strokes. Γιατί είναι τα ίδια παιδιά που επιμένουν να στηρίζουν μπάντες οι οποίες αναμασούν τα επιτεύγματα πολύ ανώτερων προγόνων• που επιμένουν (ακόμα κι αν τριανταρίζουν σιγά-σιγά) να έχουν άγνοια του παρελθόντος του ροκ εν ρολ• που νομίζουν ότι μεγάλα είναι όσα συγκροτήματα βγάλανε ένα σούπερ τραγούδι ή έναν απλώς καλό δίσκο• που το παίζουν ψαγμενιά επειδή ενημερώνονται από το Pitchfork –ο Ian Cohen του οποίου, αν και γενικά σωστά τα έγραψε, ακούει το "Coming True" και θεωρεί πως ακούει «arena rock»... Δεν σας κρύβω, σκέφτηκα προς στιγμήν να του ταχυδρομήσω κανά DVD με τους Van Halen ή τους Scorpions των χρυσών 1980s, γιατί είναι εμφανές ότι κάτι έχει μπερδέψει ο άνθρωπος.

Τελικά, από την όλη φασαρία δεν μένει κάτι το άξιο λόγου. Οι Guards ξοδεύουν το ντεμπούτο τους για να μας δείξουν ότι δεν άκουσαν μόνο το "Last Nite", μα βούτηξαν και πατούσα στα νερά της Motown για λίγη έξτρα δροσιά ("Can't Repair"), εξοικειώθηκαν με το garage (το revival όμως), αγάπησαν και το alternative pop/rock στιλ που έπαιζαν τα αμερικάνικα ραδιόφωνα κατά τα 1990s –κόβω το κεφάλι μου ότι έχουν σε περίοπτη θέση τα δύο πρώτα των Marcy Playground. Μας τα δείχνουν πράγματι όλα αυτά. Όμως το μόνο που αποδεικνύουν είναι ότι μεγάλωσαν με ψιλοκαλή μουσική κι απόκτησαν μια σωστή αίσθηση ποπαρίας, εμφυτευμένη σε ένα λίγο συγκεχυμένο alternative προφίλ. Μπορούν να κάνουν κάτι με αυτήν την παρακαταθήκη; Υπάρχει η δέουσα προσωπικότητα ώστε να συγκροτηθεί αυτόνομη καλλιτεχνική οντότητα; Τους περνάει, έστω, από το μυαλό η ανάγκη ότι χρωστούν και τέτοιες απαντήσεις; Αναπάντητες κλήσεις παντού...

 

{youtube}mjMlDokq10Y{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured