Το Κομμένο, ένα μικρό χωριό στην άκρη του Αμβρακικού κόλπου· Κατοχή, Αύγουστος του 1943. Λίγες μέρες πριν της Παναγιάς, ένα γερμανικό περίπολο εντοπίζει στην πλατεία αντάρτες να ψάχνουν για τρόφιμα. Το πρωί της 16ης, μια μεραρχία των Ναζί εισβάλλει στο χωριό και απέναντί της φυσικά δεν βρίσκει κάποιο οπλισμένο σώμα ανταρτών, αλλά αμάχους –άνδρες, γυναίκες και παιδιά, πολλοί εκ των οποίων ακόμα ζαλισμένοι από τους εορτασμούς της προηγουμένης. Ο μισός πληθυσμός του χωριού σφαγιάζεται επί τόπου και ο άλλος μισός αφήνεται να αναμετρηθεί με συντρίμμια και τραύματα.

Ένα ζητούμενο είναι ο τρόπος με τον οποίον θα διασώσεις τη μνήμη –και μαζί όσα νοήματα απορρέουν από αυτήν. Η απόφαση που πήραν στο Κομμένο, μοιάζει σωστή: ο ορίζοντας των εκδηλώσεων ανοίχτηκε προς μία μνήμη που δίνει αφορμές για παροντική δράση, η οποία σε εξωθεί περισσότερο στον στρόβιλο του αναστοχασμού, παρά στην αγκάλη του εφησυχασμού ή του άγονου συναισθηματισμού. Είναι έτσι κι αλλιώς αποδεδειγμένο πανελληνίως πως ο άλλος τρόπος λίγα έχει προσφέρει στην αναμέτρηση του τόπου με το παρελθόν του.

Κάπως έτσι τέλος πάντων, τον Αύγουστο του 2008 ο Günter “Baby” Sommer φθάνει στο Κομμένο, προσκεκλημένος του Νίκου Τουλιάτου για τη γιορτή κρουστών που ο τελευταίος διοργανώνει. Κι εκεί, συνομιλώντας με επιζώντες και απογόνους, μαθαίνει την ιστορία σε όλη της την έκταση. Αποφασίζει ότι κάτι πρέπει να κάνει, να κατευνάσει την αμηχανία και τον αποτροπιασμό που προκαλούν τα όσα ακούει. Το τι, ήταν ξεκάθαρο: «είμαι μουσικός, το μόνο που μπορώ να προσφέρω είναι η μουσική», λέει ο ίδιος μέσα από το τρίγλωσσο βιβλιαράκι των 150 σελίδων το οποίο περικλείεται στην εξαιρετική έκδοση της Intakt. Προτού όμως φθάσουμε στο αποτέλεσμα τούτης της εργασίας, έχει ενδιαφέρον να μείνουμε λίγο στην προσέγγιση.

Δεδηλωμένος στόχος του Sommer, να βάλει στο επίκεντρο τη μνήμη, τους κατοίκους, το χωριό και τη μαρτυρική του ιστορία. Αλλά πώς μεταφράζεται η μνήμη σε μουσική –ή, διαφορετικά, ποιες αξίες καθιστούν τη μουσική φορέα μνήμης; Επίσης, πώς οι πλούσιες τζαζ καταβολές του γεννημένου στη Δρέσδη ντράμερ, θα ευθυγραμμιστούν με τον συγκεκριμένο τόπο; Ας σημειωθεί εδώ πως η πρώτη δημόσια παρουσίαση του υλικού δεν θα γινόταν σε κάποιο μέγαρο της Ευρώπης, μα στην κεντρική πλατεία του Κομμένου. Οι συμβολισμοί δεν θα μπορούσαν να μείνουν επομένως μόνο στο πεδίο του αφηρημένου· έπρεπε να περάσουν σε αυτό του συγκεκριμένου. Και για να συμβεί κάτι τέτοιο χρειάζονται γέφυρες και στέρεες συνδέσεις.

Λογικώς λοιπόν, ο Günter Sommer απευθύνεται σε Έλληνες μουσικούς. Και δη σε μουσικούς οι οποίοι θα μπορούν να «μιλήσουν» αυτή τη διάλεκτο με τις διπλές προσλαμβάνουσες –τόσο από τον κόσμο του ελεύθερου (τζαζ ή άλλου) αυτοσχεδιασμού, όσο και από την απόρροια της γνώσης των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων. Και επιλέγει διάνα: Φλώρος Φλωρίδης στα πνευστά (σοπράνο σαξόφωνο, κλαρινέτο & μπάσο κλαρινέτο), Σπήλιος Καστάνης στο κοντραμπάσο (αμφότεροι με παρελθούσες συνεργασίες με τον Γερμανό ντράμερ), Σαβίνα Γιαννάτου στη φωνή και Ευγένιος Βούλγαρης στο ούτι και στον τοξωτό ταμπουρά. Διαμορφώνεται έτσι ένα κουιντέτο με όλα τα εχέγγυα (η πορεία του καθενός το αποδεικνύει) ώστε να ισορροπήσει με επιτυχία σε μια τόσο λεπτή γραμμή.

Και, εκ του αποτελέσματος, η πεντάδα καταφέρνει όντως και κινείται άνετα μέσα σε αυτά τα ρευστά όρια: είτε έχει μέτωπο προς τη μία, είτε προς την άλλη κατεύθυνση, στο Τραγούδια Για Το Κομμένο Sommer, Γιαννάτου, Φλωρίδης, Καστάνης & Βούλγαρης εκφράζονται με μια αξιοπρόσεκτη ομοφωνία. Γεμίζουν τον δίσκο με μία έντονη φόρτιση· επιδεικνύουν συναισθηματικό βάθος, εκφραστική ευστοχία και μια ευχέρεια να σχηματοποιούν σε φόρμες σαφείς (όσο και ευμετάβλητες) τα όσα επιθυμούν να εκφράσουν· μεταπηδούν από ύφος σε ύφος διατηρώντας την προσήλωση και την εκφραστική τους δύναμη.

Η 18λεπτη σύνθεση “Το Μοιρολόι Της Μαρίας” είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω, παρ' όλο που εδώ οι συνδέσεις γίνονται πιο άμεσες από ό,τι συνήθως. Χαρακτηριστικό όμως του τρόπου, του πώς (εν προκειμένω) μεταβιβάζεται ο ρόλος της «μοιρολογίστρας» στο κάθε μοτίβο της σύνθεσης. Αρχικά βρίσκεται ο Βούλγαρης με το σόλο του στον τοξωτό ταμπουρά, να χτίζει σιγά-σιγά την ένταση. Έπειτα, ολόκληρη η μπάντα –με επίκεντρο το δίδυμο Φλωρίδη/Γιαννάτου– σχηματοποιεί αυτή την ένταση όλο και πληρέστερα (με τη Γιαννάτου ιδιαίτερα να είναι συγκλονιστική). Η σύνθεση γεμίζει, τόσο ενορχηστρωτικά όσο και σε συναισθηματικό βάρος. Κι αδειάζει κατόπιν γύρω στο ενδέκατο λεπτό, ώστε να φιλοξενήσει το συγκλονιστικό μοιρολόι της κυρίας Μαρίας Λαμπρής –επιζήσασας της σφαγής– υπό τους πένθιμους ήχους μιας καμπάνας και των ελλειπτικών φράσεων στα κρουστά του Sommer. Ακολουθεί ένα εξαιρετικής πυκνότητας free τζαζ ξέσπασμα, ενώ στο τέλος η καμπάνα επιστρέφει, με την κυρία Λαμπρή αυτή τη φορά να εξιστορεί λεπτομέρειες της σφαγής.

Όλη η αφήγηση, λοιπόν, πλάθεται σαν ένα ζυμάρι· το αφηρημένο της επιτέλεσης βρίσκει το συγκεκριμένο, το τοπικό το υπερ-τοπικό. Μέσα στις οκτώ συνθέσεις (πέντε υπογράφει ο Sommer, δύο ο Βούλγαρης και μία ο Φλωρίδης), η ιστορία γίνεται η μήτρα των συμβολισμών, διαμορφώνοντας και με έναν τρόπο (άμεσο ή έμμεσο) καθοδηγώντας τη μουσική επιτέλεση. Κι εν τέλει έχεις μπροστά σου έναν δίσκο ο οποίος ζητά την προσοχή σου, αλλά σε αποζημιώνει τόσο με την ίδια τη μουσική του αξία, όσο και με την καθαρότητα με την οποία σκιαγραφεί την πικρή ιστορία του Κομμένου. Και βεβαίως σε κερδίζει και για τις αφορμές που σου δίνει να σκεφτείς περί των διδαγμάτων μιας περιόδου, την οποία καθώς φαίνεται δεν έχουμε ακόμα ως κοινωνία καταφέρει να αντιμετωπίσουμε με νηφαλιότητα.


 

{youtube}MRglzBU1bdY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured