Θα μπω κατευθείαν στο ψητό. Δεν θα κάνω την ιστορική ανάδρομή, όσο κι αν είναι απαραίτητη για το τι έκανε και κάνει ο Mark Lanegan με τους QOTSA, την Isobel Campbell, τους Gutter Twins, τους Soul Savers, τους Twilight Singers, τους Unkle και όποιον άλλο ξεχνάω.  Εκεί, πέρα από συγκεκριμένες περιπτώσεις που δεν είναι του παρόντος κειμένου να αναλυθούν, ο Lanegan δανείζει τη φωνή, ατού μεγάλο για να αναδείξει τα τραγούδια του κάθε καλλιτέχνη και συγκροτήματος.

Επικεντρώνοντας λοιπόν στο τι κυκλοφορεί κάτω από το όνομα Lanegan (ή έστω Mark Lanegan Band) μπορούμε να πούμε πως το Blues Funeral ακολουθεί μετά από οχτώ χρόνια «απουσίας» το Bubblegum του 2004.  Ακούγοντάς το και έχοντας πλήρη εικόνα της μουσικής πορείας του Lanegan, επιβεβαιώνεται πως η πόρτα που έκλεισε με το Field Songs παραμένει ερμητικά κλειστή και ο τραγουδοποιός διανύει τη δεύτερη φάση της προσωπικής του καριέρας. Σε μια μοναχική πορεία χωρίς κανένα αντισταθμιστικό παράγοντα (λέγε με Mike Johnson), όσο κι αν γι’ αυτό  προσπαθεί ο Alain Johannes.

Το Blues Funeral ξεκινά λοιπόν συνεχίζοντας τη «λογική» του Bubblegum, με σκοτεινές μελωδίες διανθισμένες με στονερικές κιθάρες και με το εισαγωγικό “The Gravedigger’s Song” να σε βάζει αμέσως στο κλίμα. Το “Bleeding Muddy Water” θρηνεί όντας ο επικήδειος των μπλουζ (επιβεβαιώνοντας και τον τίτλο του άλμπουμ), ενώ το καταπληκτικό “St. Louis Elegy” δείχνει ξεκάθαρα πως αρκεί αυτή η φωνή πάνω από μια στακαριστή ντραμογραμμή για το καλύτερο κομμάτι του δίσκου.

Πέρα όμως από το να εκθειάζουμε τη φωνή του Lanegan, να αναφερόμαστε στο ύφος και στη σκοτεινή ατμόσφαιρα των τραγουδιών ή στις desert–ικές αναφορές, έχει το Blues Funeral να επιδείξει κάτι διαφορετικό; Η αναμενόμενη απάντηση θα ήταν όχι, γιατί δεν θα έπρεπε να το χρειάζεται. Κι όμως... To να τραγουδά ο Lanegan πάνω από ένα sample μπορεί να φάνταζε σενάριο επιστημονικής φαντασίας πριν από 10 χρόνια, αλλά το “Sad Disco” του Δανού Keli Hlodversson ήταν αρκετό για να εμπνεύσει την αντίστοιχη εξάλεπτη εκτέλεση, προσφέροντας το «σημείο συζήτησης» του άλμπουμ. Ενισχύεται δε ακόμα περισσότερο από τα μπιτάκια στο βάθος του “Phantasmagoria Blues”, από την ουουυ…ουουυ ποπιά του “Quiver Syndrome” και από το electro φόντο του “Harborview Hospital”.

Καθιστούν όμως όλα τα παραπάνω το Blues Funeral ένα καλό άλμπουμ, επάξιο του ονόματος Mark Lanegan; Υπάρχει πάντα η ρήση την  οποία ασπάζομαι πως «δεν υπάρχει κακό άλμπουμ Lanegan» και ποιος είμαι εγώ που θα σπάσω την παράδοση λέγοντας το αντίθετο. Επιπροσθέτως, η χρονική υστέρηση για μια «δικιά» του κυκλοφορία επιδεινώνει το σύνδρομο στέρησης για την αισθητική και πάνω από όλα για τη φωνή –αυτή τη φωνή που στοιχειώνει τα πάντα, ακόμα και πάνω από ένα drum machine– οδηγώντας σε βουλιμικές ακροάσεις και σε ταυτίσεις με το στυλ.

Προσπαθώντας όμως για μια πιο καθαρή ματιά όταν ο κουρνιαχτός θα έχει πέσει (υποκειμενικό βέβαια το πότε θα συμβεί κάτι τέτοιο), η «αλήθεια» βρίσκεται στο γεγονός ότι το Blues Funeral θα είναι το λιγότερο παιγμένο στο CD player σας ανάμεσα στα άλμπουμ του Lanegan. Ίσως γιατί προσπαθεί και διαρκεί πολύ και, στα 55 λεπτά του, η αμεσότητα χάνεται δημιουργώντας μια αίσθηση επανάληψης. Ίσως γιατί, τελικά, οι συνθέσεις είναι κομματάκι πιο επιφανειακές από όσο είχαμε συνηθίσει. Και ίσως –πάνω απ’ όλα– γιατί δεν υπάρχει dream team πλέον από πίσω και η απουσία του αντισταθμιστικού παράγοντα που λέγαμε, ο οποίος θα λειτουργεί ως μουσικό αντίβαρο, φαίνεται να στοιχίζει στο βάθος και στη διαχρονικότητα των συνθέσεων.
 
Εν κατακλείδι, το Blues Funeral  προσφέρει σίγουρα στιγμές άξιες μνείας τόσο για τους φαν του Mark Lanegan όσο και τους λιγότερο φαν. Προσφέρει  δυνατότητες ταύτισης και εσωτερικότητας σε στίχους και καταστάσεις, μα πάνω απ’ όλα προσφέρει μια φυσικότητα διήγησης από μια μοναδική φωνή η οποία, αν δεν σας κρατήσει στο να το ακούτε για πολύ καιρό, θα σας οδηγήσει στο να αναζητήσετε τα «παλιά» για να διαπιστώσετε τον μεγαλύτερο τραγουδιστή των τελευταίων 25 χρόνων.

           

{youtube}y0TU-NRTGjA{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured