Πάντα υπάρχει το ερώτημα πώς να ξεκινήσεις μια κριτική που αφορά σε μεγάλο και γνωστό στους περισσότερους συγκρότημα. Η λογική λέει ότι αρχίζεις να αραδιάζεις ορισμένα από τα κατορθώματά τους μέχρι να γεμίσει η πρώτη παράγραφος και μετά περνάς στο παρασύνθημα. Όμως επειδή αυτό ακούγεται βαρετό να το διαβάζεις και ακόμα πιο βαρετό να το κατασκευάζεις το αντιπαρέρχομαι διακριτικά, σφυρίζοντας αδιάφορα. Ένατο λοιπόν άλμπουμ το How I Got Over για τους Roots, οι οποίοι συνεχίζουν ακάθεκτοι να δημιουργούν δίσκους που ποτέ δεν πέφτουν κάτω από κάποια συγκεκριμένα στάνταρ ποιότητας.

Έτσι κι εδώ, το συγκρότημα κρατάει τη σημαία του alternative hip hop ήχου (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό πλέον) ψηλά. Κινούμενοι σε πιο ήπιους τόνους και ρυθμούς μουσικά, με το πιάνο και τα πλήκτρα να αναλαμβάνουν ρόλο μπροστάρη και οδηγού του όλου εγχειρήματος. Αυτή η διάθεση όμως δεν περνάει και στο μικρόφωνο, καθώς εκεί ο Black Thought (ένας από τους καλύτερους και πιο υποτιμημένους MCs της τελευταίας δεκαπενταετίας) πετάει για άλλη μια φορά στίχους που βγάζουν φωτιές, πιάνοντας πολλά από τα ζητήματα τα οποία απασχολούν τις σύγχρονες αστικές κοινωνίες και τη γενικότερη απάθεια που χαρακτηρίζει αυτές. Δεν είναι όμως μόνος του στο μικρόφωνο: στο νέο άλμπουμ των Roots συναντάμε και διάφορους συνοδοιπόρους τους στον όλο jazzy-hip hop ήχο, σαν λ.χ. το πρώην μέλος τους Dice Raw, τον Phonte από τους Little Brother (έναν από τους καλύτερους σύγχρονους MCs), τον Blu, καθώς και τον John Legend με τον οποίο έχουν ήδη ρίξει στην αγορά κι έναν ολόκληρο δίσκο-συνεργασία. Τέτοιες βέβαια συμμετοχές ήταν αναμενόμενες μέχρι ενός σημείου. Αυτό που δεν περιμέναμε να συναντήσουμε σε δίσκο των Roots ήταν ονόματα σαν τους Monsters Of Folk, τη Joanna Newsom και τρεις από τις τραγουδίστριες των Dirty Projectors στο εναρκτήριο τραγούδι. Δεν αλλάζουν βέβαια και πολύ τον ήχο του group στα κομμάτια όπου συμμετέχουν, δίνουν όμως μια νότα διαφορετικότητας.

Το How I Got Over είναι από τους πιο σύντομους δίσκους στη δισκογραφία των Roots. Δίχως να υπολογίζουμε το bonus track “Hustla” (ούτως ή άλλως είναι τελείως εκτός κλίματος), το άλμπουμ δεν κλείνει καλά-καλά ούτε τα 40 λεπτά. Όμως επειδή η μουσική δεν αποτιμάται με βάση την ποσότητα αλλά την ποιότητα, οι Roots καταφέρνουν σε αυτό το μικρό διάστημα να μας ταξιδέψουν σε έναν κόσμο μαγικό, γεμάτο εικόνες, συναισθήματα και βεβαίως λαχταριστές μελωδίες. Δεν υπάρχει κομμάτι που να αποδεικνύεται κατώτερο των προσδοκιών, καθώς η μπάντα έχει καταφέρει όχι μόνο να γράψει ισάξια τραγούδια, μα τα τελευταία να δημιουργούν κι ένα δεμένο, ενιαίο σύνολο. Παρόλο όμως που δεν υπάρχουν απογοητεύσεις εδώ, υπάρχουν προεξέχουσες στιγμές. Έτσι, το “Dear God 2.0” μας γυρνάει νοητά πίσω στην εποχή του Things Fall Apart και των neo-soul απόπειρών του, το “Now Or Never” αφήνει τα θεσπέσια πλήκτρα και το απαλό σα βούτυρο rapping του Black Thought να ξεχειλίσουν από συναίσθημα, ενώ τα “The Fire” και “Right On” βγάζουν στην επιφάνεια τον funky εαυτό των Roots, κάνοντας τον ακροατή να κινείται ασυναίσθητα και αβίαστα στον ρυθμό τους.

Μιας λοιπόν και την αρχή της κριτικής την κάναμε με «στρίβειν δια του αρραβώνος» τακτικές, θα είμαστε συνεπείς στα λεγόμενά μας και θα τελειώσουμε με τον ίδιο τρόπο. Δεν χρειάζονται εδώ φανταχτεροί επίλογοι και παχιά λόγια για εντυπωσιακούς αποχαιρετισμούς. Τα πράγματα ως προς το How I Got Over των Roots είναι αρκετά απλά: οι βετεράνοι της hip hop κουλτούρας δημιουργούν και πάλι έναν δίσκο-υπόδειγμα για νεότερους καλλιτέχνες, αρκετά πολυσυλλεκτικό ώστε να αρέσει στους ευρύτερους μουσικόφιλους κύκλους μα και αρκετά κοντά στις πατροπαράδοτες αξίες της μαύρης μουσικής ώστε να μην ξενίσει τους παραδοσιακούς φίλους τους. Και η αλήθεια είναι πως θέλει αληθινή μαεστρία για να κατορθώσεις κάτι τέτοιο. Πόσο μάλλον όταν το κάνεις σε επαναλαμβανόμενες περιστάσεις.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured