Η αυτοσχεδιαστική μουσική μοιάζει με δίκοπο μαχαίρι: από τη μία, προσφέρει στον καλλιτέχνη μια δυνατότητα χειραφέτησης. Μπορεί όμως, από την άλλη, να τον παρασύρει σε ακατανόητα (για οποιονδήποτε πλην του ιδίου) μονοπάτια. Τα όρια μεταξύ της απελευθερωμένης έκφρασης και του μουσικού αυνανισμού είναι μάλλον κοντά και, υπό αυτό το πρίσμα, θα έλεγα ότι το τρίο των Morthana βαδίζει (αν και όχι πάντα επιδέξια) στη λεπτή οριογραμμή…

Ο παρών δίσκος ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το 2004 (μόλις φέτος όμως βρήκε τον δρόμο προς τα μέρη μας) και βασίζεται στο –κατά τα φαινόμενα– άνευ κειμένου τζαμάρισμα του τρίο. Οι πέντε («αβάπτιστες») συνθέσεις του εναλλάσσονται μεταξύ σιωπών, χαμηλών εντάσεων αυτοσχεδιασμών και δυναμικών σόλο, τοποθετούμενες κάπου γύρω από το υβρίδιο που προκύπτει με την ανάμειξη της free jazz και του σκληρού ήχου. Και αν η σημειολογική τοποθέτησή του μοιάζει προφανής από τα πρώτα λεπτά, προσωπικά δυσκολεύομαι ακόμα –έπειτα από αρκετές ακροάσεις– να τοποθετήσω την κρίση μου σε στέρεες βάσεις. Ίσως γιατί αυτή η «λεπτή οριογραμμή» είναι τελικά τόσο λεπτή, ώστε σε φέρνει εύκολα πότε στη μία και πότε στην άλλη περιοχή.

Το εναρκτήριο, ας πούμε, κομμάτι χτίζει διακριτικά και υποχθόνια το πρώτο σπάσιμο με την παραμορφωμένη (παιγμένη με δοξάρι από όσο μπορώ να καταλάβω) κιθάρα, όμως τα επτάμιση λεπτά της συνολικής διάρκειας σε συνδυασμό με τα τρία παράλληλα σόλο που εμφανίζονται στην πορεία μάλλον κουράζουν. Κάτι ανάλογο, για να μην πολυλογώ, συμβαίνει και στα υπόλοιπα. Υπάρχουν καλές στιγμές, έξυπνες ιδέες, πετυχημένα μοτίβα ποικίλης έντασης, αλλά η κατάσταση συχνά εκτροχιάζεται και οι τρεις μουσικοί (οι οποίοι μοιράζονται σε ηλεκτρική κιθάρα, ντραμς και μπάσο κλαρινέτο ή άλτο σαξόφωνο –ανάλογα με την περίσταση) ορμώμενοι από την αναμφισβήτητη εκτελεστική τους δεινότητα, ξεφεύγουν σε παροξυσμικά (και μερικές φορές ταυτόχρονα) σόλο, δημιουργώντας περισσότερο πονοκέφαλο από «υψηλή τέχνη».

Έχω, δηλαδή, την αίσθηση πως οι Morthana ξεκινούν να πουν κάτι, όμως τελικά η άναρχη ρυθμικότητά τους, η πλήρης απουσία του μελωδικού στοιχείου και τα ακατάσχετα σόλο τους μετατρέπουν το αποτέλεσμα σε έναν κυκεώνα αδόμητων (ουσιαστικά) ήχων. Είναι βέβαια, όπως φαντάζομαι, ικανοποιητικό για τους ίδιους τους μουσικούς το «τριπάρισμα της ελευθερίας» το οποίο συνοδεύει την αποδέσμευση από τη στείρα έννοια της φόρμας –και κατανοώ πως η αμφισβήτηση των δεδομένων αποτελεί μια θεμελιώδης συνθήκη της πειραματικής μουσικής. Πόσο νόημα όμως έχει μια τέτοια αμφισβήτηση, όταν η μόνη πρόταση δόμησης της αποδομημένης ύλης είναι ένα είδους χάος;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured