Πώς αλήθεια βρίσκεται ένας Γάλλος να δισκογραφεί σε μια μικρή εταιρεία της Πάτρας; Εν προκειμένω μάλιστα όχι κανάς νεότευκτος, αλλά το ήμισυ των Man, Charles Eric Charrier, ο οποίος χρησιμοποιεί το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Oldman για τις σόλο περιπέτειές του. Δεν τη γνωρίζω ακριβώς την ιστορία, μπράβο όμως στη Low Impedance για τη «μεταγραφή» και την κυκλοφορία ενός αξιόλογου πειραματικού δίσκου. Όχι τόσο φοβερού και τρομερού όσο τον θέλει το δελτίο τύπου, που μιλάει για «ένα σκοτεινό ποίημα, το μαγικό ημερολόγιο μυστικών ενός αλχημιστή» και υπερθεματίζει λέγοντας ότι «έτσι θα πρέπει να ήταν η pop μουσική σε έναν ιδανικό κόσμο» - αλλά οπωσδήποτε δίσκου με ενδιαφέρον και ουσιαστική άποψη για το τι συνιστά πειραματισμό.

Ο Charrier χτίζει το Two Heads Bis Bis σε ένα ενδιαφέρον κοντράστ: από τη μια, υπάρχει ένας ευδιάκριτος, στιβαρός και τυπικός άξονας βασισμένος στην κιθάρα, το μπάσο και τα τύμπανα, άρα και στη γενικότερα rock άποψη για τη δημιουργία μουσικής. Από την άλλη, όμως, ο τριμερής αυτός άξονας βρίσκεται να μπλέκεται διαρκώς με μια ποικιλία ήχων (από τρομπέτες, congas και λογής-λογής samples), οι οποίοι κινούνται σε πιο ελεύθερες τροχιές και δεν ενδιαφέρονται για τη φορμαλιστική τους κατάταξη. Το παζλ του άλμπουμ συμπληρώνουν και διάφορα σαμπλαρισμένα και πειραγμένα φωνητικά (στα Γαλλικά, αν δεν με απατούν τα αυτιά μου), ολοκληρώνοντας την εικόνα μιας αισθητικής που από τη μία σε ωθεί να την κατατάξεις στο lo-fi, αλλά από την άλλη κάνει ό,τι μπορεί για να αναδομήσει πλήρως όλα όσα ξέρεις για το lo-fi.

Τελικά, το Two Heads Bis Bis μοιάζει σαν ένας τρελός αυτοσχεδιασμός μεταξύ του rock, του θορύβου μιας πολύβουης Δυτικής πόλης, της free jazz και κάποιων tribal αναφορών, ο οποίος διαρκώς αλλάζει εστίαση. Οι πιο μακροσκελείς «αφηγήσεις» του Charrier – το δεκάλεπτο “Broken Teeth” και το οκτάλεπτο “Sunny Afternoon African Charge” (σας ορκίζομαι ότι έτσι γράφει το οπισθόφυλλο!) – είναι και τα highlights του άλμπουμ, με το πιο σύντομο “Two Heads Bis Bis” να ακολουθεί από κοντά. Το σύνολο πάντως μένει προσγειωμένο στον κόσμο του και ίσως ανά στιγμές να κλείνεται υπερβολικά σε αυτόν, δυσκολεύοντας την επικοινωνία με τον δέκτη-ακροατή, με αποτέλεσμα να μη μπορείς να κάνεις λόγο για κάποιο σπουδαίο επίτευγμα, πόσο μάλλον για την pop μουσική ενός ιδανικού κόσμου – η μουσική του Oldman δεν είναι pop ούτε κατά διάνοια. Σημασία πάντως έχει ότι, ακόμα κι έτσι, ο δίσκος στέκει σε ένα αρκετά ψηλό αισθητικό επίπεδο, παντρεύοντας έξυπνα το πειραματικό με το θελκτικό.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured