Όταν διαλύθηκαν οι Make-Up, πέρα από την στεναχώρια μας, είμασταν όλοι πεπεισμένοι ότι ο μπροστάρης αυτής της garage-dirty-punk μπάντας, θα ακολουθούσε σόλο καριέρα και αναμέναμε το πρώτο δείγμα. Η αντισυμβατικότητα όμως του χαρακτήρα του Ian Svenonius, κάθε άλλο παρά προβλέψιμη είναι, οπότε το Play Power, το οποίο αποτελεί την πρώτη δουλειά του alter-ego του Svenonius, David Candy, είναι εδώ με όλες τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό.

To μουσικό ύφος του David Candy έχει τόση σχέση με το ύφος των Make-Up, όσο η μουσική των Belle & Sebastian με τους Sonic Youth. Ο Svenonius βέβαια, κάνει ότι μπορεί για να προειδοποιήσει τον κόσμο για ενδεχόμενη παραπληροφορημένη αγορά, είτε με το psychedelic artwork του δίσκου είτε με την εταιρία που κυκλοφόρησε το Play Power, που δεν είναι άλλη από την Ισπανική Siesta. Γι’αυτό που δεν προειδοποιεί είναι η ετερόκλητες κατευθύνσεις των μουσικών τοπίων, τα οποία δεν μπορούν να αποτυπωθούν με μία ή δύο ταμπέλες.

Το ξεκίνημα του δίσκου γίνεται με το 19άλεπτο (!) “Diary of a genius”. Αμέσως λοιπόν ερχόμαστε αντιμέτωποι με υπερβολική ματαιοδοξία, εκτεταμένη απασχόληση, συγχυσμένη προσωπικότητα. Ή μήπως όχι; Η αρκετά μεγάλη πιθανότητα, να είναι όλα αυτά επιτηδευμένα είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά στον ακροατή. Ο Svenonius δεν τραγουδά, απαγγέλει. Καταθέτει ψήγματα ενός φανταστικού ημερολογίου, κατά τα οποία θίγει θέματα καθημερινότητας, κρίνει τους πάντες, αμφιβάλλει για τον τρόπο της ζωής του, ζητά βοήθεια. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι μισεί τις ιδιοφυϊες όταν αυτές βρίσκονται στα πρώτα στάδια της καριέρας τους. Μετά θάνατον, τους εκθειάζει. Για το αν ο Svenonius είναι όντως μεγαλοφυϊα, είναι στο χέρι του καθενός να το κρίνει. Αλλά δεν πρέπει να ξεφύγει από την πρωτεύουσα ουσία, που δεν είναι άλλη από τη μουσική.

Εκτός του 19άλεπτου έπους, υπάρχουν άλλα 6 τραγούδια, τρία εκ των οποίων είναι διασκευές. Το “Listen to the music” για παράδειγμα προέρχεται από την πένα του συνθετικού ζευγαριού Barry Mann & Cynthia Weil, ένα ζευγάρι το οποίο έχουμε αποθεώσει για τα ποπ αριστουργήματα με τα οποία προμήθευε τα σχήματα του Phil Spector. Η κυριολεκτική αποθέωση όμως του δίσκου ακούει στο όνομα “Redfuchsiatamborine&gravel”. Μέσα σε μία flamenco κιθαροδηγούμενη μεθυστική μελωδία, ο Svenonius μιλά για τα αγαπημένα του έργα τέχνης και την αισθητική των γκαλερί ανά τον κόσμο, πλέκει το εγκώμιο της τέχνης της ζωγραφικής, δίνει τη συνταγή του αγαπημένου φαγητού μαζί με τις οδηγίες παρασκευής του, ονειρεύεται το αγαπημένο του μέρος στον κόσμο (συγκεκριμένα αναφέρεται στο Sao Paolo της Βραζιλίας) και αφήνει την κιθάρα για ένα τελευταίο δίλεπτο ταξίδι μόνη της. Αν είναι ειλικρινής αυτή η κατάθεση, ή αν ο Svenonius κοροϊδεύει όλον τον κόσμο είναι ένα λεπτό δίλημμα. Ό,τι όμως και να κάνει, το κάνει με μαεστρία και πολύ χιούμορ.

O χαρακτήρας David Candy είναι εμπνευσμένος από διάφορους 60’s cult χαρακτήρες όπως ο Max Frost (από το Wild in the Streets), o Steven Shorter (από το mod φιλμ Privilege) και ο Toby Dammit, έναν χαρακτήρα τον οποίο είχε υποδυθεί ο Terence Stamp για ένα psychedelic φιλμ μικρού μήκους του Federico Fellini ονόματι Never Bet Your Head. Eίναι πασιφανές ότι ο Svenonius κάνει το κέφι του. Οι κριτικές του δίσκου ανά τον κόσμο είτε το ανακυρήσσουν ως ακατάληπτο αριστούργημα είτε ως απάτη ολκής. Τα οράματα και οι ψυχώσεις όμως ενός ανθρώπου που έχει ήδη αποδείξει ότι είναι ταλάντούχος, όταν γίνονται διαθέσιμα στον κόσμο, δύσκολα γίνονται κατανοητά. Αν θέλετε έναν πρωτότυπο και παρανοϊκό δίσκο για τις ξένοιαστες ώρες σας, μπείτε στο trip του David Candy. Κερνάει και acid.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured