Το 13ο studio album των 'κακών παιδιών' από τη Βοστώνη μοιάζει πιο προσωπικό και homemade, αλλά παράλληλα πιο λουστραρισμένο και πυκνό ηχητικά από ποτέ. Λες και έπαιξαν αμέτρητες ώρες στο studio οι Steven Tyler και Joe Perry για να αποφύγουν αυτή τη φορά τις έτσι κι αλλιώς προβλέψιμες συνθέσεις τους, που μονίμως κάτι θυμίζουν. 

Και δεν είναι μόνο το λούστρο και η παραφόρτωση του ήχου, είναι και το μπλέξιμο percussion με λούπες και τα ραππαρίσματα και τα samples που ρίχνονται -όχι, ευτυχώς, ατάκτως. Είναι λοιπόν ευχάριστο το ότι γνωρίζουν τι συμβαίνει στα μουσικά πέριξ, και ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι απέφυγαν κάποιο μεγάλο όνομα στην παραγωγή που θα τους εξασφάλιζε μόλικα από τα βασανιστικά powerομπαλλαντιέρικα hit με την ενορχήστρωση-φασόν.

Ακόμα πιο ευχάριστη -τουλάχιστον για την ηλικία τους- είναι η upbeat και σεξουαλικότατη διάθεση που διαπερνά ερμηνεία και στίχους. Ο Steven Tyler αντέχει το τρίπτυχο που πλέον από το rock έχει περάσει στην εμπορική πλευρά του hip hop (κατάχρηση, sex, κομπασμοί κάθε είδους) και, ξεπερνώντας την παροιμία "σκυλί που γαβγίζει, δε δαγκώνει", το τρίπτυχο αυτό δίνει μια απίστευτη ζωντάνια που ελάχιστοι από τους κατέχοντες τα μισά τους χρόνια διαθέτουν. 

Η διάθεση περνάει και στις συνθέσεις, στις οποίες πλέον το funk δεν υπολείπεται των hard-rock εμμονών τους. Όμως μη φανταστείτε ότι ακούσαμε τον rock δίσκο της χρονιάς. Απέχει μακράν από το να χαρακτηριστεί έστω καλός. Ίσως αξιοπρεπής, είναι η λέξη που ταιριάζει περισσότερο, μια αίσθηση που θα δώσει την ευκαιρία σε όσους θέλουν να τους εκθειάσουν, να το κάνουν.

Σίγουρα, καλή η (επιτηδευμένη) χαζομάρα και η χορευτική διάθεση αλλά και η εναλλαγή με περισσή άνεση από soul/power μπαλάντες όπως το "Fly Away From Here" σε hard rock εξάρσεις ("Beyond Beautiful", "Under My Skin"), καλές και οι power pop απόπειρες, και οι Beatlιζουσες μελωδίες με την παλιομοδίτικη, αμερικάνικη rock χροιά και τα Zeppelin χωράφια. 

Δεν είναι άσχημα και τα ραπαρίσματα του Tyler, ο οποίος μας λέει (με ολίγον τι fake τρόπο): "Smokin' up the ganja, damned if you do, yeah, but don't get any on ya, kickin' off the cashmere, puttin' on the kasbah"... Και οι νερόβραστες μπαλλάντες υποφέρονται (αν και το "Luv Lies", δεν μπορεί να γίνει ένα νέο "Cryin'") και τα ψυχεδελικά ερείσματα των "Sunshine", "Light Inside" δεν είναι ξεκάρφωτα, μόνο που όλες αυτές οι περιγραφές είναι μια τρανή απόδειξη του πόσο μπορεί να παρασύρει μια εκτενής άποψη, αν δεν θέτει τα πράγματα σωστά, πέρα από τις περιγραφές.

Γιατί οι συνθέσεις, ούτε έχουν απαλλαχτεί από τα hard-rock καλούπια και τις αμερικάνικες κιθαριστικές pop μανιερες και η καλοστημένη, ισορροπημένη πλοκή τους μπορεί να εντάσσει νέα στοιχεία, αλλά το κάνει τόσο λουστραρισμένα και συμβατικά (αλλιώς αντιλαμβάνεται το rap-rock ο fan των Limp Bizkit, άλλωστε, και αλλιώς ο fan των Aerosmith) που ουσιαστικά τους αφαιρεί κάθε ζωντάνια. 

Οι φρέσκιες ανάσες προέρχονται μόνο από την ακμαία διάθεση του διδύμου Tyler, Perry, τις ευέλικτες (ακόμα!) ερμηνείες του πρώτου και κάποιες αξιόλογες συνθέσεις που όμως όλο και κάτι θυμίζουν. Κι έτσι η τελική αίσθηση που σου αφήνει έχει να κάνει με ένα album με αρκετές αδυναμίες σίγουρα και σχετικά σύντομη ημερομηνία λήξης (όχι βέβαια για τα charts: γι'αυτά υπάρχουν οι νερόβραστες μπαλλάντες στις οποίες είναι μανούλες), αλλά από την άλλη εύθυμο, ζωντανό, αξιοπρεπές -μια ζωντανή απόδειξη του ότι η μουσική για τους ίδιους δεν έχει χαθεί ως αγάπη.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured