Όταν το προηγούμενο σου album χαρακτηρίζεται από πολλούς κριτικούς, αλλά και από ένα μεγάλο κομμάτι του μουσικού κοινού, ως το κορυφαίο της δεκαετίας που μας πέρασε, τότε η αναμονή και οι προσδοκίες είναι μεγάλες. Και όταν οι προσδοκίες είναι μεγάλες, έρχεται η στιγμή να κάνεις του κεφαλιού σου, ξεκαθαρίζοντας από την αρχή ότι δεν έφτασε ακόμα η ώρα για το πραγματικό follow-up, αλλά για ένα πειραματικό καπρίτσιο που αδιάφορο μοιάζει πόσους θα συγκινήσει. Σωστή κίνηση, θα έλεγε κανείς, όμως θα ρώταγε ευθύς αμέσως: Δικαιωμένη ουσιαστικά; Πρόκειται για μια συλλογή ήχων και ιδεών που έχουν αντίκτυπο σε κάποιους δέκτες ή απλά για μια αποφυγή ευθυνών και πραγματικότητας με την έκδηλη απέχθεια για την ακριβή δόμηση και τις συμβατικές φόρμες; Πείραμα για το πείραμα; 

Ας τα πάρουμε με τη σειρά, ξεκαθαρίζοντας από την αρχή ότι στο album είναι έντονη η μυρωδιά από την κλεισούρα του studio. Όχι πως ο Thom Yorke δεν φημίζεται για την φιλόδοξη τελειομανία του, αλλά αυτή τη φορά οι επεμβάσεις είναι αυτές που έχουν τον πρώτο ρόλο. Μένει να δούμε αν σκεπάζουν ή ουσιαστικά δημιουργούν μουσική.

"Everything In Its Right Place" μας δηλώνουν στην αρχή με το reverb του ηλεκτρικού πιάνο και τις επεξεργασμένες, "μηχανικές" φωνές να μας βάζουν στο κλειστοφοβικό αλλά αυτή τη φορά άκρως πειραματικό κλίμα των Radiohead. Στο παρασύνθημα μπαίνουμε στο ομότιτλο του δίσκου, με ένα music-box ήχο, στροβιλιζόμενα επεξεργασμένα φωνητικά και πλήθος ιδεών που ξετυλίγονται με κάθε ακρόαση. 

Στο "The National Anthem" που ακολουθεί, αρχίζουμε να μπαίνουμε σε πιο συμβατικούς τόνους, αλλά η αίσθηση της αποξένωσης και του φόβου παραμένει -αν δε γίνεται πιο δυνατή. Stop-start drums, συνθετικοί ήχοι, ένα σολο σαξοφώνου ακονίζει τα ξίφη του με το τρομπόνι και την τρομπέτα ώσπου να καταλήξει σε μια free-jazz απόπειρα. Σε στιγμές θυμίζουν Morphine. 

"How To Disappear Completely" για τη συνέχεια και πάλι η κλειστοφοβική περσόνα του Thom Yorke σε σουρεαλιστικές εικόνες, επιχειρεί να ξεφύγει, αυτή τη φορά από υπαρκτές υποχρεώσεις. "That man, that's not me / I go, where I please / I walk through walls / I float down the Liffey / I'm not here". Μουσικά θυμίζει περισσότερο τους Radiohead που γνωρίζαμε, με κιθάρες και μελοδραματικά έγχορδα από ορχήστρα. Στο τέλος, μάλιστα, όλα εξαφανίζονται αφήνοντας τη φωνή του Yorke να τα βγάλει πέρα μόνη της. Και τα καταφέρνει περίφημα. 

Το "Treefingers" αποτελεί ένα ενδιαφέρον instrumental διάλειμμα σε ambient ηχητικά στρώματα, αλλά δεν αφήνει κάποια ιδιαίτερη γεύση. Κάτι που κάνει το "Optimistic", με tribal beat και φαζαριστή κιθαριστική μελωδία. Πιο δυνατός και επιθετικός ο Yorke εδώ, και φυσικά μία από τις στιγμές που θα ακουστούν. Το τέλος ξετυλίγει και πάλι τις μελωδικές γραμμές σε μια πιο jazzy έκδοση. 

Catchy το "In Limbo", επαναλαμβάνει τα πιάνο μοτίβα, περνάει από σχεδόν white noise σταθμούς, κι ο Thom Yorke, στο δικό του, ιδιαίτερο -μα και λατρεμένο- κόσμο. "I'm lost at sea/Don't bother me/I've lost my way".

Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο απαισιόξα για τον ίδιο στο "Idioteque", όπου μας πληροφορεί ότι έρχεται η εποχή των πάγων. Ένα μηχανικός, χορευτικός ρυθμός μπλέκεται στο κουβάρι θορύβων και τη φωνή του στην οποία μοιάζει χαραγμένη και όχι επιτηδευμένη η απόγνωση (μανούλα σ'αυτά). Μέσα από τα beats των drum machines αναδύονται αρμονίες που μας φέρνουν στο μυαλό τους Beach Boys.

Και το "The Morning Bell" έχει το ηλεκτρικό πιάνο ως ραχοκοκκαλιά. Η κιθάρα έτσι κι αλλιώς λάμπει δια της απουσίας της σε όλο το Kid A, ή εν πάσει περιπτώσει, όταν υπάρχει, περνά στο background και ανάλογα με την οικονομία του κομματιού γίνεται κάποιες φορές αισθητή. Το συγκεκριμένο κομμάτι, πάντως, αποτελεί ένα από τα πιο εύκολα στο αυτί ακούσματα του δίσκου.

Eντυπωσιακό και το κλείσιμο με το "Motion Picture Soundtrack", όπου μετά από ένα λεπτό σιγή, ένα κολλάζ από αναδυόμενα έγχορδα και φωνές έρχεται στο προσκήνιο και χάνεται. Η έξοδος είναι αρκετά μελαγχολική και ψυχεδελική. Το κατάλληλο ιντερλούδιο για ένα εμπνευσμένο αλλά "δύσκολο" album.

Συμπερασματικά, έχουμε να κάνουμε με ένα βραδυφλεγές album το οποίο ακούγεται ολόκληρο και επαναλαμβανόμενα. Κάθε ακρόαση υπόσχεται και μια καινούργια εμπειρία. Διαγαλαξιακοί θόρυβοι ξεπετάγονται ανάμεσα στις μελωδίες, synthies, παραμορφωμένα φωνητικά που παίζουν το ρόλο οργάνου, percussions, έγχορδα και πνευστά χτυπούν κατά βούληση, noisy περάσματα και πάσης φύσεως ηλεκτρονικά κόλπα δίνουν εξ αρχής την εντύπωση ότι η μπάντα αυτή κάθισε και δούλεψε -έχοντας όμως ιδέες. 

Τα πάντα εξυπηρετούν τo ηχοτοπίο που μοιάζει βγαλμένο από sci-fi μυθιστορήματα, αλλά και οι στίχοι δε θα μπορούσαν να ήταν ξέμπαρκοι. Η αποξένωση, η απώλεια και οι δοκιμασίες των σχέσεων μοιάζουν μπλεγμένες με εικόνες από δεινόσαυρους, ψάρια και αντικείμενα ή καταστάσεις που φτάνουν στα όρια της παράνοιας για κάτι που εμείς ίσως δεν θα προσέχαμε. Υπερβολικός όπως πάντα ο κόσμος του Thom Yorke, μοιάζει να μιλάει για έναν ανθρώπινο κλώνο παγιδευμένος σε ένα φουτουριστική κοινότητα, αλλά σαφώς δείχνει προς τον καθρέφτη και τη σημερινή εποχή.

Όσο μάλιστα λειτουργεί ως μάντης κακών μέσω του φοβισμένου κόσμου του, φροντίζει να την σπάσει περαιτέρω στις τρέχουσες συνήθειες (και τον τρόπο ζωής). Σε μια εποχή έλλειψης χρόνου, και αισθητής βιασύνης, όχι μόνο τον προϋποθέτει αλλά τον ζητά επιμόνως -πέρα βέβαια και από τα απαιτητικά αυτιά, που δεν ψάχνουν τη μουσική στο συνταγολόγιο. 

Περνώντας στα χωράφια του avant-garde, οι Radiohead δεν κάνουν απλά το κέφι τους, αλλά μπάζουν και άλλο κόσμο στις περιπετειώδεις ηχητικές τους απόπειρες. Απορρίπτουν, βέβαια, και άλλους τόσους. Η διαχωριστική γραμμή είναι λεπτή, και κανείς δεν μπορεί να αποδείξει στον άλλο γιατί βρίσκει το άλμπουμ αυτό συναρπαστικό ή μια ανούσια φανφάρα. 

Αν ψάξεις για το που σε πάει το άλμπουμ, δύσκολα θα το βρεις, κι αυτό είναι προνόμιο μόνο μεγάλων groups και αναποφάσιστων. Μιλώντας για τους Radiohead, κάθε άλλο παρά αναποφάσιστοι εμφανίζονται εδώ. Το διαπιστώνεις άλλωστε με κάθε νέο άκουσμα, που αποτελεί και μια εμπειρία. Σε κάποια σημεία βγάζουν τους Pink Floyd που κρύβουν μέσα τους, κάποιες άλλες φορές τα moody ηχοτοπία (στα οποία μάλλον περιπλανιέται κανείς, παρα παρακολουθεί στατικά) φλερτάρουν με τις κορυφαίες στιγμές των μ-ziq και Aphex Twin. Το μόνο που μπορεί να πει κανείς με σιγουριά όμως είναι ότι το "Kid A" αποτελεί μια αυθεντική δημιουργία.

Δε συμφωνείς; Γράψε το δικό σου review!
Copyright (C) 1996-2000 - Avopolis. All Rights

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured