Μια ανάγκη για ανανέωση εντόπισε η Μελίνα Κανά και κατά τη γνώμη μου σωστά το είδε έτσι. Γιατί τα τελευταία 10 χρόνια κύλησαν τουλάχιστον αμήχανα για την ερμηνεύτρια, με έναν δίσκο λαϊκών διασκευών που ξεχάστηκε γρήγορα (Juke Box, 2004), με μια πιο ολοκληρωμένη απόπειρα λαϊκής στροφής η οποία διέθετε αρετές μα δεν υποστηρίχθηκε από το έντεχνο κοινό (Της Καρδιάς Τα Βήματα, 2006), με μια έντεχνη επιστροφή που σηματοδότησε σοβαρότατα καλλιτεχνικά αδιέξοδα –βάζοντας στο στόμα της φριχτά στιχουργήματα σαν εκείνο το αλήστου μνήμης «μόνο εγώ για σένα υπάρχω και η Πελοπόννησος»– (Μόνο Κόκκινο, 2009) και με μια ζωντανή σύμπραξη με την Ελένη Τσαλιγοπούλου (Μαζί, 2014), που ήθελε μεν να ψηλαφίσει νέα εδάφη, μα δεν βρήκε τους τρόπους να το κάνει. 

Ωστόσο, ούτε τώρα βρέθηκε το κλειδί για να ανοίξει η πόρτα προς το αύριο. Η απόφαση της Κανά να αφεθεί σε αυτό το νέο κουαρτέτο που ονομάζει εαυτόν Ο Γόης Του Θησείου –δείχνοντας υπερβολική πίστη, νομίζω, στο πώς περνάει προς τα έξω ένα εντελώς εσωτερικό λογοπαίγνιο– δεν φέρνει τους καρπούς που ανέμενε ίσως εκείνη κι αναμέναμε σίγουρα όσοι θα θέλαμε να την ακούσουμε ξανά σε ρεπερτόριο με βαρύτητα. Η προσπάθεια διαθέτει βέβαια σοβαρότητα, σε αρκετά σημεία νιώθεις πως ο Γόης Του Θησείου (Παναγιώτης Μανουηλίδης, Θάνος Καζαντζής, Κώστας Νικολόπουλος & Νίκος Παπαϊωάννου) βάζει όντως τα δυνατά του, για διάφορους όμως λόγους το πράγμα σκοντάφτει. Οι συντελεστές σηκώνονται τελικά χωρίς δραματικά τραύματα, αλλά μένουν γρατζουνισμένοι, να κοιτιούνται με εκείνη την αμηχανία την οποία, υποτίθεται, θα ξόρκιζαν, επανασυστήνοντας τη Θεσσαλονικιά ερμηνεύτρια. 

Τι φταίει;

Πρώτα-πρώτα, η «συνταγή»: έχουμε εδώ ένα άλμπουμ με μόλις 5 νέα τραγούδια (με τις υπογραφές του Αλκίνοου Ιωαννίδη, του Σωκράτη Μάλαμα, του Γιώργου Καζαντζή και του Παναγιώτη Μανουηλίδη), στα συνολικά  14. Από τα υπόλοιπα, 6 είναι διασκευές, ενώ βρίσκουμε και 3 επανεκτελέσεις σε υλικό που έχει ήδη πει η Κανά στο παρελθόν (1992, 1996, 2003). Οφείλεις ασφαλώς την καλή σου πίστη, να σκεφτείς δηλαδή πως και στους νεότερους αρέσει να πειράζουν τους παλιότερους, μα και πως η ίδια η Κανά είναι πλέον σε ένα ηλικιακό και δημιουργικό φάσμα που ίσως έχει την ανάγκη τέτοιων επανεπισκέψεων, είτε σε προσωπικούς σταθμούς σαν τα "Μεταξωτά" και τη "Φεϊρούζ", είτε σε κομμάτια σαν το "Έρωτά Μου Αγιάτρευτε" (Κώστας Κόλλιας, 1980) ή τον "Νείλο" του Νίκου Ξυδάκη (το είχε πει το 1987 η Ελευθερία Αρβανιτάκη). Δεν γίνεται εντούτοις να διώξεις κι ολότελα το λέγε-λέγε των πέριξ της εγχώριας δισκογραφίας, εκείνο που διατείνεται πως «από φωνές καλά πάμε, τραγούδια δεν έχουμε». Όσο και να το κρατάς σε απόσταση, είναι τα ίδια τα αποτελέσματα τα οποία το επαναφέρουν στο προσκήνιο. 

Επί της πραγμάτωσης, δηλαδή, τα καινούρια τραγούδια δεν ήταν ούτε σπουδαία, ούτε αξιομνημόνευτα. Ο μόνος που έδειξε πραγματική τόλμη και δείχνει να πήρε στα σοβαρά την όλη προσπάθεια να φτιαχτεί ένα νέο, ηλεκτρικό προφίλ για τη Μελίνα Κανά, ήταν ο Αλκίνοος Ιωαννίδης: παρά τους απογοητευτικούς στίχους της Δέσποινας Γκάτζιου, η "Ξένη" δείχνει τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθηθεί, σε αντιδιαστολή με τις συμπαθείς μα όχι σπουδαίες απόπειρες του «εγκεφάλου» των Ο Γόης Του Θησείου ("Ονειροπαγίδα", "Η Πόρτα") και τις κουρασμένες συμβάσεις του Μάλαμα ("Λάθος Δρομολόγια") και του Καζαντζή ("Πολεμιστής"). Λαμβάνεις την εντύπωση πως μόνο ο Ιωαννίδης, από όλους τους, διαθέτει ουσιαστική επαφή με τον ηλεκτρικό ήχο «εκεί έξω». Και δεν μπορείς έτσι να μην αναρωτηθείς τι θα γινόταν αν έγραφε έναν ολόκληρο δίσκο για την Κανά.

Το κέντρο βάρους πέφτει λοιπόν στις διασκευές και στις επανεκτελέσεις. Όπου τα πράγματα αποδεικνύονται καλύτερα, σε ένα πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, από την άποψη πως η τετράδα πίσω από τον Γόη Του Θησείου αναζητά πράγματι την τομή μεταξύ τζουράδων, σαζιών και Δυτικών αναμνήσεων. Ενώ όμως το βλέπεις αυτό, ενώ σέβεσαι την αρτιπαιξία τους και τη σοβαρότητα με την οποία κρατούν τις αρχικές μελωδίες, χτίζοντας γύρω τους νέες ενορχηστρώσεις, δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις δύο βασικά ζητήματα: πρώτον, πως το τι εννοούν ως «ηλεκτρικό» δεν είναι σύγχρονο, μα παλιό –ή, έστω, πιο παλιό από το πώς το βλέπει ο Ιωαννίδης· δεύτερον, πως ασχολούνται τόσο πολύ με τον ενορχηστρωτικό τομέα, ώστε χάνουν επαφή με το πόσο βαρετό γίνεται ενίοτε το αποτέλεσμα, ειδικά στο "Τραπέζι", στο δημοτικό της Χαλκιδικής "Τα Παπούτσια" και στο "Ο Κόσμος Ξημερώνει".

Η Μελίνα Κανά χρειαζόταν εδώ έναν Στάθη Καλυβιώτη, να θέσει σαφείς αποστάσεις με το νεοπαραδοσιακό έντεχνο της δεκαετίας του 1990 διασκευάζοντας τα "Παπούτσια", βάζοντας παράλληλα και την ίδια σε διαφορετικές ερμηνευτικές λογικές. Χρειαζόταν έναν Socos να αναδείξει τη διάθεση ανατροπής που πάντα υφέρπει στις συνθέσεις του Μαμαγκάκη κατά τη μεταποίηση του "Δώδεκα Χτύπησαν Οι Δείκτες" σε κάτι πιο ροκ, έναν Νεκτάριο Καραντζή να πλάσει έναν πιο σύγχρονο αλαφροτζάζ καμβά γύρω από τα "Μεταξωτά", μια μπάντα ίσως σαν τους My Drunken Haze να ζώσει με σφριγηλή ψυχεδέλεια τη "Φεϊρούζ" και τον "Νείλο" –και πάει λέγοντας. Χρησιμοποιώ παραδείγματα καλλιτεχνών που βρίσκονται «εκεί έξω» τα τελευταία χρόνια, για να τονίσω ότι υπάρχουν δυνάμεις στο σύγχρονο ελληνικό σκηνικό ικανές για τέτοια πράγματα, δεν θεωρητικολογώ.   

Δεν είναι κακός ο δίσκος, δεν θα πρότεινα να μην τον ακούσει όποιος νιώθει να τον αφορά η Μελίνα Κανά. Η ίδια βρίσκει άλλωστε συχνά το μονοπάτι για να φτάσει στην καρδιά σου, για να σε ενεργοποιήσει συναισθηματικά. Δεν βρίσκει όμως κάποιο ερμηνευτικό πρόσωπο που δεν ήξερε ή δεν ξέραμε, ούτε πραγματοποιεί τις υπερβάσεις εκείνες που θα ήταν αναγκαίες ώστε να επανασυστηθούμε. Το χθες βαραίνει περισσότερο από το πιθανό αύριο και δεν αποδομείται καν με την πρέπουσα γενναιότητα, μήπως και αναδειχθεί έτσι ο όποιος δρόμος προς το μέλλον. 

{youtube}fKnmjuQrPP8{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured