Λίγο επειδή λείπει στις μέρες μας κάποια συγκλονιστική νέα πρόταση στο ελληνικό τραγούδι (συγκλονιστική = ικανή να πλάσει ρεύμα και σκηνή), λίγο γιατί και η διεθνής τάση κρατάει ως παντιέρα την αναβίωση, αρκετοί εγχώριοι ερμηνευτές και δημιουργοί με ποπ/ροκ παιδεία κοιτούν προς τα πίσω για έμπνευση. Ανακαλύφθηκε έτσι ξανά το παραπεταμένο και λοιδορημένο από την «προοδευτική» διανόηση (έμφαση στα εισαγωγικά, παρακαλώ) ελαφρό τραγούδι –τόσο του Μεσοπολέμου, όσο κι εκείνο που άκμασε στις δεκαετίες του 1950 και 1960– με αποτέλεσμα όλο και περισσότερες δοκιμές επανασύστασής του στο νεότερο κοινό.

Στη συγκεκριμένη γραμμή πλεύσης κινούνται με τα Ευγενικά Τραγούδια και ο Λάκης Παπαδόπουλος με την ηθοποιό Μαρία Τσαρούχα –κόρη του δημοσιογράφου Κώστα Τσαρούχα– επιχειρώντας να αναβαπτίσουν τον κόσμο του Κώστα Γιαννίδη, του πρόσφατα θανόντος Φώτη Πολυμέρη, του Μιχάλη Σουγιούλ, του Σπήλιου Μεντή, του Νίκυ Γιάκοβλεφ και του Τόνυ Μαρούδα (μεταξύ άλλων) σε κάτι πιο σημερινό. Πέτυχαν κι απέτυχαν μαζί.

Ένα σημαντικό πρόβλημα που έχει προκύψει από την εκ νέου επικαιροποίηση του ελαφρού τραγουδιού, είναι ότι αφενός από τη νεότερη γενιά λείπουν οι μουσικογραφιάδες με γνώση των πρωτοτύπων, αφετέρου από την παλιότερη λείπουν οι έχοντες ενδελεχή γνώση της εξέλιξης της ποπ/ροκ/τζαζ κουλτούρας μετά τις κορυφές της δεκαετίας του 1970. Σε σημείωμά του λ.χ. για τα Ευγενικά Τραγούδια, ο γνωστός μουσικολόγος/μουσικοκριτικός Λάμπρος Λιάβας μιλάει για «ένα πείραμα αρκετά ριψοκίνδυνο» και για «ηχοχρώματα τολμηρά και ευφάνταστα». Προσωπικά, δεν άκουσα τίποτα το ριψοκίνδυνο στις συγκεκριμένες ενορχηστρώσεις του Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ, οι οποίες ακολουθούν μια πεπατημένη πολύ καλά αποτυπωμένη στην προσωπική του δισκογραφία. Οι ηλεκτρικές του κιθάρες (παρα)είναι γνώριμες, η ποπ αισθητική του απηχεί μια ποπ που δύσκολα θα αναγνώριζε ως τέτοια ο σημερινός 20άρης, ενώ και οι τζαζ πινελιές ηχούν παλιοκαιρισμένες: το σαξόφωνο λ.χ. του Αντώνη Λαδόπουλου στο "Χθες Το Βράδυ Ονειρεύτηκα" θυμίζει σαξόφωνα που ακούστηκαν κατά κόρον στη δισκογραφία της δεκαετίας του 1980, δανεισμένα ασφαλώς από την τότε αγγλοσαξονική ποπ/ροκ παραγωγή (Tina Turner, Men At Work, Daryl Hall & John Oates κ.ά.).

Παρά ωστόσο τις ενστάσεις αυτές, το άλμπουμ στέκεται: ό,τι του λείπει σε μουσική, το κατακτά σε οπτική. Ο Λάκης Παπαδόπουλος έχει μεγαλώσει με τα συγκεκριμένα τραγούδια, διαθέτει λοιπόν βιωματική σχέση μαζί τους. Κι έτσι βρίσκει τον τρόπο να τα πει, να τους βάλει το σωστό «καύσιμο» ώστε να ξανακουστούν με ενδιαφέρον, ακόμα και για κάποιον που γνωρίζει κι αγαπά τις πρώτες εκτελέσεις. Από την άλλη, η Μαρία Τσαρούχα δεν είναι τραγουδίστρια με την αυστηρή έννοια του όρου κι έτσι κομίζει περισσότερο την υποκριτική της παιδεία στο μικρόφωνο. Οδηγημένη όμως σωστά από τον Παπαδόπουλο, στέκει αρκετά πετυχημένα: το ντουέτο τους ας πούμε στο "Χθες Το Βράδυ Ονειρεύτηκα" του Γιαννίδη (πρώτη εκτέλεση από τη Στέλλα Γκρέκα το 1946) είναι αληθινά δροσάτο, ενώ υπάρχουν κι άλλες καλές στιγμές, π.χ. "Το Βεσπάκι, Το Κορίτσι Μου Και Εγώ" (Φώτης Πολυμέρης, 1957) ή το "Καπετάνιε Χαμογέλα" (πρώτη εκτέλεση από τη Μαίρη Λω, στην ταινία του 1948 Άννα Ροδίτη).

Αναγνωρίζω λοιπόν ότι Παπαδόπουλος και Τσαρούχα έκαναν εδώ κάτι άξιο λόγου. Αλλά ο δίσκος τους θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερος αν είχαν επιδιώξει μια βαθύτερη μουσική/ενορχηστρωτική ανανέωση στο δεδομένο υλικό, χρησιμοποιώντας και άγκιστρα πιο σημερινά.

 

 

{youtube}XlLggZpJ6cM{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured