Διαβάζω στο δελτίο τύπου ότι στο νέο άλμπουμ της Ορχήστρας Του 5ου Γαλαξία κυριαρχούν η lounge ατμόσφαιρα, τα χορευτικά beats, οι ήχοι των vocoders, τα αναλογικά synthesizers. Και το μυαλό μου πάει σε δίσκους όπως το γεμάτο εκπληκτική αίσθηση του ρυθμού αριστούργημα Disco Machine που έφτιαξε ο Dan Lacksman με το όνομα Electronic System (1977). Ή στο ασύλληπτο Electric Eclectics (1968) του Dick Hyman, όπου το γκρουβαριστό του ζητήματος, η επιστημονική φαντασία και το πολύ πρώιμο lounge (exotica τότε), έδωσαν ρέστα συνδυαζόμενα σε ένα ρεσιτάλ χαλαρωτικής και διασκεδαστικής –με χιουμοριστικά στοιχεία– μουσικής. Κοιτώντας κατόπιν τις εσωτερικές σημειώσεις στο Disko Exotika, βρίσκω ότι η Ορχήστρα Του 5ου Γαλαξία χρησιμοποίησε πολλά φυσικά όργανα. Ωραία, λέω, αυτές οι λογικές πάντα έχουν ενδιαφέρον.

Αλλά τελειώνοντας την ακρόαση μένεις με έναν δίσκο όπου τον κύριο λόγο έχει μια άκρατη ρυθμολογία και όχι κάποια σύμπραξή της με τα φυσικά όργανα. Ακόμα χειρότερα, η όποια ρυθμικότητα ή χαλαρότητα στα beats δεν αρκεί για να στηρίξει μια σύγχρονη lounge λογική βασισμένη σε παλιά «αρώματα», όταν έχουν προηγηθεί καταθέσεις όπως οι προαναφερθείσες. Στα σίγουρα, επίσης, τα φωνητικά από vocoder σε ρυθμίσεις τις οποίες έχουμε κατά κόρον ακούσει στις εμπορικότερες των κυκλοφοριών (ακόμα και σε λαϊκοπόπ) δεν προωθούν την ανανεωτική ματιά που ευαγγελίζεται η Γαλαξιακή Ορχήστρα.

Θα ήταν βέβαια δεκτή μια disco exotica, αν πραγματικά είχε νέες θέσεις. Το "The Death Of Last DJ", ας πούμε, κερδίζει την προσοχή σου ακριβώς γιατί καταφέρνει να μεταφέρει επιτυχώς την ατμόσφαιρα μιας ντισκοτέκ σε έναν lounge καμβά με απόλυτα σύγχρονο ηχητικό χαρακτήρα. Μόλις όμως σε μία ακόμα σύνθεση (στο "Exoticland") γίνεται σωστή δόμηση της αρχικής ιδέας της Ορχήστρας Του 5ου Γαλαξία, με τους συνθετήτες να θυμίζουν τις πιο ελαφρές στιγμές του Lalo Schifrin όταν μεγαλουργούσε στη δεκαετία του 1970 –ειδικότερα στα soundtrack τα οποία έφτιαχνε για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Στον αντίποδα βρίσκονται στιγμές όπως το "Le Poime Du Soleil", το οποίο ξεκινάει σαν να δανείζεται τη μισή φράση του "She" (του κλασικού τραγουδιού του Charles Aznavour) για να εξελιχθεί στη συνέχεια με φωνητικά και πιάνα που φέρνουν κατά νου τον Moby του Play: δεκτοί οι δανεισμοί, αλλά όχι και οι απευθείας ηχητικές παραπομπές... Στο υπόλοιπο άλμπουμ ακούμε ουσιαστικά από ελαφρύ tech house με προσθήκη εγχόρδων –που δεν μαρτυρά κάποιον διάλογο μα την απόπειρα ανάπλασης ενός νέου Buddha Bar χαρακτήρα ("Clear Day")– μέχρι ευθείες αναφορές σε easy listening «χαλιά» που θα μπορούσαν να παίζουν μεταξύ τύρου και αχλαδίου, ως φόντο σε τσούγκρισμα ποτών.

Σχεδόν πουθενά λοιπόν δεν εντοπίζεις εδώ κάποια ανανέωση του παλιού easy listening πνεύματος ή των exotica πλευρών αυτού, αναβαπτισμένη στη γκρούβα της disco με διέξοδο σε μια πιθανή πρόταση περί σημερινού lounge. Δίσκοι σαν κι εκείνους που αναφέρθηκαν στην αρχή παραμένουν κορυφές της συγκεκριμένης αισθητικής και θα έπρεπε νομίζω να λειτουργούν ως οδηγοί σε τέτοιες απόπειρες, για το τι πρέπει να επιδιώκεται και τι να αποφεύγεται. 


 

 

{youtube}a45OfHgu8sY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured