Οι αντάρτες πόλεων είναι άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας. Είναι εργαζόμενοι, πάνε το πρωί στη δουλειά τους και επιστρέφουν αργά το απόγευμα, τρέχουν στο σούπερ μάρκετ και στη λαϊκή, πληρώνουν λογαριασμούς… Είναι σαν όλους τους υπόλοιπους, μόνο που βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Γιατί δεν κατάφεραν να «κοιμηθούν», ναρκωμένοι από το σύγχρονο όπιο του λαού (τηλεόραση, γήπεδο, shopping therapy), μα αρρώστησαν από τον εγκλωβισμό σε μια κατάσταση που βολεύει λίγους και κοιμίζει τους κατασκευασμένους υπηκόους τους. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η γνώση είναι ο δρόμος προς την ελευθερία και κάτι τέτοιο βλάπτει σοβαρά την όποια μορφή εξουσίας.

Το Αντάρτικο Πόλεων των Socos & The Live Project Band διαδέχεται τον πολυσυζητημένο δίσκο του Socos με τον Πουλικάκο (Η Ύδρα Των Πουλιών, σε ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου) και αναδεικνύεται σε ένα ιδιαίτερο σημείο αναφοράς για την περίοδο που βιώνουμε. Με στίχους-καταπέλτες, είναι ένα έργο το οποίο στιγματίζει την εποχή της μεγάλης κατάθλιψης, της κρίσης ή και αποδόμησης του ήθους που μοιάζει κολλημένη πάνω μας όπως η πίσσα πάνω στα βότσαλα της θάλασσας. Η οικονομική κρίση παρουσιάζεται εδώ ως ένα επιστέγασμα, σαν το τελευταίο μέρος του προαναγγελθέντος «θανάτου» μιας ολόκληρης νοοτροπίας, αλλά και μιας κοινωνίας που (στην πλειονότητά της) απολάμβανε το «πάρτυ» χρόνια τώρα, χωρίς να ενδιαφέρεται για το τι συμβαίνει εκτός των τετραγωνικών του σπιτιού της. Κανείς όμως δεν είναι αθώος: ακόμα και όσοι –λίγοι– συνειδητά δεν συμμετείχαν σε αυτό το όργιο κατανάλωσης και οσφυοκαμψίας, εκείνοι που απλώς κοιτούσαν τη δουλειά τους, είναι, σε δεύτερη ανάγνωση, συνένοχοι λόγω αδιαφορίας.

Μπορεί με αυτόν τον δίσκο ο Socos να μην προτείνει κατ’ ανάγκη τη δημιουργία ενός αντάρτικου πόλης με βάση το εγχειρίδιο του Κάρλος Μαριγκέλα, όμως βάζει άμεσα τον ακροατή σε μια θέση κριτικής –και κυρίως σκληρής αυτοκριτικής– η οποία τελικά μπορεί να αποτελέσει και την αφετηρία μιας διαφορετικής, δημιουργικότερης πορείας μέσα στον κόσμο. Μια πορεία που προτάσσει την αλληλεγγύη, την αντίσταση και την αξιοπρέπεια, πράγματα που οι περισσότεροι χάσαμε μέσα σε νοοτροπίες προηγούμενων δεκαετιών, όπως σημειώνεται εύστοχα στην ιστοσελίδα της μπάντας:

Έχουμε βαρεθεί την καλλιέργεια μίσους απ’ όπου κι αν προέρχεται και όπου κι αν απευθύνεται.
Έχουμε βαρεθεί τη βία που εμφανίζεται ως έκφραση της κάθε μορφής εξουσίας. Και στη βία αυτή, μόνο με βία μπορούμε να απαντήσουμε.
Πιο πολύ από όλα έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε φοβισμένους ανθρώπους με σκυμμένα τα κεφάλια.

Ο καθρέφτης και η πραγματικότητα:  η μουσική γίνεται εδώ ο καθρέφτης που μέσα του αντανακλώνται στιγμές καθημερινές,  στιγμές πραγματικότητας μιας ολόκληρης ταραγμένης και δύσκολης εποχής. Ήχοι αστικού περιβάλλοντος και ηλεκτρονικά τοπία γεμάτα ένταση, ηλεκτρικές παραμορφώσεις και πλήκτρα που αρπάζουν φωτιά, θορυβώδη ντραμς και ροκίζουσες κιθάρες με σόλο τα οποία παραπέμπουν συχνά στο παίξιμο του Steve Vai και του Joe Satriani, ψυχεδελικά περάσματα και ποπ θραύσματα περασμένων δεκαετιών, παραμορφωμένες κραυγές σαρκασμού και απόγνωσης, όλα θρυμματίζονται μέσα στα μπουζοφόλκ ακόρντα μιας ακουστικής κιθάρας και στον λυρισμό μιας δωρικής μελωδικής γυναικείας φωνής (της Μαρίας Λατσίνου στο “22”). Μια άλλη βαθιά και στεγνή φωνή –εκείνη της Θέκλας Τσελεπή σε έναν εσωτερικό μονόλογο ο οποίος θα μπορούσε να ανήκει στον καθένα από εμάς– αναρωτιέται τι θα γίνει χωρίς το «πάρτυ», τι θα γίνουμε χωρίς τους βαρβάρους. Ένα παιχνίδι απολογισμού που τρεμοπαίζει ανάμεσα στα μικροαστικά κατάλοιπα και στην αυτοκριτική.

Η Ύδρα Των Πουλιών φαίνεται ότι άνοιξε δρόμο και για το Αντάρτικο Πόλεων, αφού η μελοποίηση είναι μια πολύ δύσκολη ιστορία και χρειάζεται μπόλικη τριβή και δοκιμές μέχρι να δέσει το «γλυκό». Η γνώση λοιπόν που αποκόμισε ο Socos διαφαίνεται και στο νέο αυτό άλμπουμ, το οποίο διαπνέεται από έναν πυρετικό ρυθμό, αυξομειούμενο συνεχώς χωρίς παύση σε μια ηχογράφηση-παραγωγή που έγινε χωρίς προσθήκες ψηφιακού βάθους –για τη μεγαλύτερη αμεσότητα, όπως επισημαίνει η μπάντα.

Έτσι, ο Socos και οι Live Project Band αυτοσχεδιάζουν και πειραματίζονται εδώ κάπου ανάμεσα στη σιωπή και στη φρενίτιδα, χωρίς φόβο αλλά με έντονο πάθος. Ανάμεσα στη φιλόξενη ντροπή μας, στα μετέωρα βλέμματα και στους δανεικούς δρόμους, παίζουν τη μουσική τους χωρίς να ενδιαφέρονται αν θα γίνουν αρεστοί ή όχι για να καταγράψουν την εποχή μας και ίσως να αφυπνίσουν κάποιους. Παίζουν για όλους όσους ενδιαφέρονται να δώσουν λίγο χρόνο στο έργο τους, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι όλοι μπορούν ή θα θελήσουν να ακολουθήσουν αυτό το δύσβατο (είτε μουσικά, είτε στιχουργικά) μονοπάτι που προτείνουν.

Κι αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή μιλούν για την πραγματικότητα με αηδιαστική ειλικρίνεια –κάτι που, δυστυχώς, πάντα απωθεί τους περισσότερους ανθρώπους. Για αυτή του όμως ακριβώς την ειλικρίνεια και ασυμβατότητα ο συγκεκριμένος δίσκος χρίζει πολλών ακροάσεων και αποτελεί μια περίφημη αποτύπωση της δικής μας εποχής. Και, επίσης, περικλείει τη βασική υπενθύμιση: ότι κανένα πρόβατο δεν γλίτωσε από τη σφαγή βελάζοντας.

(Το άλμπουμ διατίθεται δωρεάν στην ιστοσελίδα του γκρουπ γιατί, όπως εξηγεί και το ίδιο, «Στο θέμα της διανομής, αποφασίσαμε ότι ένα τέτοιο έργο, με αυτή την θεματολογία, θα ήταν ανήθικο να πουλιέται. Έπειτα από συνεννόηση με την Puzzlemusik, αποφασίσαμε ότι η καλύτερη διανομή θα ήταν η δωρεάν προσφορά μέσω προσωπικής σελίδας στο δίκτυο». Από τις αρχές του 2012 βγαίνει πάντως και σε διπλό βινύλιο περιορισμένων αντιτύπων).


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured