Καθώς το λέιζερ του CD player μετέτρεπε σε μουσική τις ψηφιακά αποθηκευμένες πληροφορίες, σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν το τρίτο μου δημόσιο ραντεβού με τη μουσική του Oannes και της Μαρίνας Καναβάκη (τρίτος δίσκος, τρίτο ραντεβού) και μετρούσα το πότε πέρασε ο καιρός από το Ovation και την πρώτη μας συνέντευξη-γνωριμία. Μετά σκεφτόμουν τα πρόσφατα Αντηχητικά του Αργύρη Ζήλου (το #2) και το πόσο σωστά τα έγραψε όλα για την ανυπόληπτη και απορριπτέα δουλειά του μουσικοκριτικού. Μόνο που ξέχασε –ή το άφησε για άλλη στήλη– ότι, ενόσω ασκείς το επάγγελμα, προκύπτουν τελικά και γνωριμίες με εκείνους τους καλλιτέχνες με τη μουσική των οποίων «κουμπώνεις». Και οι γνωριμίες μπορεί να εξελιχθούν σε μια άλφα σχέση, ακόμα και σε φιλία. Μήπως ενέπιπτα πια κι εγώ σε αυτή την κατηγορία, λοιπόν; Άρα μήπως θα έπρεπε να αφήσω την κριτική του Blues For The White Nigger σε κάποιον άλλον και να αρκεστώ στις περιστασιακές μα απολαυστικές μου συναντήσεις με τον Σωκράτη Παπαχατζή και στις προσωπικές μου ακροάσεις;

Είχα σχεδόν αποφασίσει ότι έτσι έπρεπε να πράξω. Κι αν γράφω όλον τούτο τον πρόλογο είναι για να εξηγήσω γιατί τελικά δεν το έκανα. Όχι από κάποια συμπάθεια ή φιλία, παρότι συχνά έτσι γράφονται οι κριτικές στην Ελλάδα της κλίκας: ίσα-ίσα, αιτία στάθηκε το Blues For The White Nigger. Και μάλιστα όχι τόσο για την ομορφιά και τη συγκρότηση της μουσικής –αυτά έχω φτάσει να τα θεωρώ δεδομένα όταν μαθαίνω ότι οι ΜΚ-Ο ετοιμάζουν καινούργιο δίσκο– όσο γιατί πέτυχε να με εκπλήξει. Γιατί οι ΜΚ-Ο έφτιαξαν το πιο διασκεδαστικό τους άλμπουμ, γιατί το “One Touch [15΄]” δεν σήκωνε συζητήσεις καλώντας μέση και γοφούς να κουνηθούν, γιατί το “Star With No Name” είναι όντως το πρώτο τους τραγούδι με δυναμική single (σωστή η επισήμανση του δελτίου τύπου).

Αλλά ας βάλουμε μια σειρά. Στο Blues For The White Nigger συμβαίνει ό,τι ακριβώς πρέπει να συμβαίνει σε μια καλλιτεχνική πορεία με εξέλιξη: ενώ οι MK-O παραμένουν αναγνωρίσιμοι, αφενός εκλεπτύνουν κι άλλο τα ήδη γνώριμα εκφραστικά τους μέσα κι αφετέρου εντάσσουν έναν νέο ορίζοντα αναφορών. Όπως δηλώνει και ο τίτλος, στο παιχνίδι βρίσκεται πλέον και η μαύρη ρυθμολογία, όπως την επεξεργάστηκαν οι λευκοί μουσικοί. Τα μπλουζ δηλαδή, αλλά όχι με την αυστηρή, προπολεμική και ακουστική τους έννοια, περισσότερο ως δηλωτικό της κοσμικής μουσικής των μαύρων Αμερικανών –που, επομένως, μπορεί να μετουσιωθεί ανά πάσα στιγμή σε funk (“Blackface”), disco/house (“One Touch [15΄]”), jazz, σε μια καθαρόαιμη μπλουζ αναφορά σαν τον στίχο «Take a chance on me baby, won’t you come take my place», ακόμα και σε ένα hip hop πέρασμα (και πάλι στο “Blackface”). Οι ΜΚ-Ο τα περνούν μέσα από το δικό τους φίλτρο, εκείνο το ελευθεριακά ριζωμένο στις art rock παραδόσεις, που τους επιτρέπει να κινούνται με άνεση πότε προς τον κόσμο των κλασικών, πότε προς το ροκ και πότε προς την ηλεκτρονική μουσική. Αρθρώνοντας –από τα απόκοσμα φωνητικά του “Desdaimona By Night” ως τον καθαρτήριο παφλασμό των νερών στο “Disco Utopia”– ένα συνεκτικό σύνολο εκλεπτυσμένης εξωστρέφειας, με ζωηρή την αίσθηση του σημερινού τόσο σε τομείς όπως η παραγωγή και η ενορχήστρωση, όσο και σε αρκετά σημεία των στίχων (λ.χ. στο “Drowing In Debts”).

Είναι ίσως σε αυτό το φίλτρο που να βρίσκω τελικά τη μόνη μου ένσταση. Νιώθω δηλαδή ότι, από το “Lockstep” και πέρα, η μαύρη ρυθμολογία χάνεται, διαθλάται τόσο πολύ, ώστε τελικά αφήνει τον τίτλο του άλμπουμ με ένα ερωτηματικό –το οποίο δεν διανοείσαι να διατυπώσεις στο πρώτο μισό. Από την άλλη, οι επιδόσεις των ΜΚ-Ο σε αυτό το πεδίο προκύπτουν τόσο λαμπρές, ώστε γρήγορα ξεχνάς την ένσταση και αφοσιώνεσαι στη μουσική. Η Μαρίνα Καναβάκη δίνει νομίζω τις καλύτερες και πιο πολυπρόσωπες μέχρι σήμερα ερμηνείες της, μεταμορφωνομένη από κλασική σοπράνο (“Desdaimona By Night”) σε ντίσκο βοκαλίστρια (“One Touch [15΄]”) και από ξωτικό (“Lockstep”) σε alter ego της Sandy Denny στο “Battle Of Evermore” (“Artifacts”). Ο Oannes, πάλι, καταθέτει δυνατά και απολαυστικά διαπιστευτήρια ως πιανίστας και ως συνθέτης (ή ως οργανωτής αυτοσχεδιασμών, αν προτιμάτε): θαύμασα το πώς πέτυχε την αγγελική αίσθηση του “The Angel’s Machine” ή το παίξιμό του στο “White Nigger Blue 1”, όσοι μάλιστα τον έβρισκαν υπέρμετρα εγκεφαλικό θα εκπλαγούν πιστεύω από το πόση ραδιοφωνική λογική διαθέτουν ορισμένα τραγούδια του εδώ –χωρίς να έχει προβεί σε εκπτώσεις για να το πετύχει.

Δεν ξέρω την απάντηση στο ποιος από τους τρεις μέχρι σήμερα δίσκους των MK-O είναι ο καλύτερος. Ξέρω πάντως ότι το Blues For The White Nigger είναι, όπως είπα, ο πιο διασκεδαστικός κι εκείνος με το πιο όμορφο artwork (η ιστορία θα κρίνει τα υπόλοιπα). Χαίρομαι δε που διαβάζω για σχεδιασμό ζωντανών εμφανίσεων: αν είναι να σημειώσουν κάποια επιτυχία οι MK-O και να τους προσέξουν κάποια παραπάνω αυτιά, αυτή είναι πράγματι η στιγμή τους.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured