Στέκομαι λίγο με απορία απέναντι στο Λέει Η Ζωή… του Γιώργου Αλτή. Σπάνια έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα τόσο δύσκολο σταυροδρόμι σε αυτό το επάγγελμα. Γι’ αυτό και όχι μόνο θα ξεκινήσω ανορθόδοξα, αλλά θα συνεχίσω και αντίθετα με τα καθιερωμένα –παραθέτοντας πρώτα τα συμπεράσματα και ύστερα την επιχειρηματολογία μου.Ο δίσκος είναι ολόφρεσκος. Σπαρταράει σαν ζαργάνα που μόλις ξενέρισε (όροι ψαρέματος, ένεκα προσφάτων ενασχολήσεων). Είναι φανερό το κέφι όχι μόνο του Γιώργου Αλτή αλλά και όλης της ομάδας των μουσικών που τον συνοδεύουν. Πενιές ολόσωστες, αυθεντικά μαγκιόρικες μα όχι ασήκωτες, κεφάτες αλλά όχι χαζοχαρούμενες, όμορφα χασαποσέρβικα και ασυζητητί για χορό και γλέντι. Οι στίχοι είναι επίσης καλοί. Λίγες φορές τα τελευταία χρόνια έγινε μια αναλόγως σοβαρή προσπάθεια ώστε το συγκεκριμένο ύφος να αποκτήσει ομοιογένεια με το σήμερα, αντί να αποτελεί απλώς –στην καλύτερη των περιπτώσεων– διασκευή κλασικών συνθέσεων π.χ. του Μητσάκη ή του Ζαμπέτα. Αξίζει έτσι ένα μπράβο στον στιχουργό Σπύρο Πετρέλλη (αλλά και στον Σπύρο Αλτή, ο οποίος κεντάει στο χαρτί ανά σημεία του δίσκου), γιατί πραγματεύεται ζητήματα όπως η οικονομική στενότητα, τα κλασικά θέματα της καρδιάς, όπως επίσης και της ματαιότητας του υλισμού και της υπερκατανάλωσης. Και χωρίς μάλιστα να διακατέχονται οι στίχοι (προσοχή σε αυτό το σημείο) από φτηνούς λαϊκισμούς και αφορισμούς. Ίσα-ίσα, τους χαρακτηρίζει όμορφο λαϊκό συναίσθημα, το οποίο –όταν η στάθμη των νερών υπερβαίνει τα ρουθούνια– γλεντάει το σήμερα, μουντζώνοντας το μακροπρόθεσμο με ένα γνήσια μεσογειακό ταμπεραμέντο.Τι να πεις επίσης για το μπουζούκι του Γιώργου Αλτή; Άψογο κέντημα χωρίς φτιασίδια. Ακόμα και όταν καταλαβαίνεις τις καταβολές του, του βγάζεις το καπέλο ένεκα όχι μόνο της μαεστρίας αλλά και της ψυχής που διαθέτει στον χειρισμό του αρχετυπικού μας έγχορδου. Η ηχοληψία του δίσκου προσπαθεί και πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό να μη στομώσει τα όργανα κάτω από το βάρος σύγχρονων λογικών της παραγωγής, προσπαθώντας μάλιστα να αναπαραστήσει (πετυχημένα) την οργανοθεσία παλιότερων εποχών, όταν οι μουσικοί έγραφαν ξερόμπητα, χωρίς overdubs. Μια μικρή αντίρρηση έχω προσωπικά στο επίπεδο του mastering όπου μάλλον (υποθέτω) για να διατηρηθεί η παραπάνω ατμόσφαιρα στόμωσε κάποιες συχνότητες. Όμως αυτό είναι πραγματικά ήσσονος σημασίας, εξαιτίας όχι μόνο το ύφους αλλά και της χρησιμότητας του δίσκου.Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα με το Λέει Η Ζωή… του Γιώργου Αλτή. Δεν γνωρίζω πού θα μπορούσα να το τοποθετήσω, πέρα από ένα ιδανικό γλέντι, με συγκεκριμένους ανθρώπους από τους 40άρηδες και από εκεί και πέρα με ανθρώπους άνω των 55. Ο ίδιος ο Αλτής λέει στο δελτίο τύπου ότι τα τραγούδια δοκιμάστηκαν σε κοινό και «διαγράφουν ήδη την πορεία τους». Δεν το αμφισβητώ, εντούτοις, από τη στιγμή που ο δίσκος είναι φτιαγμένος στο σήμερα –άρα δεν τον ακούμε όπως έναν του 1964– θα πρέπει να μπορεί να σταθεί και σε σημεία της καθημερινότητας. Και παρ’ όλο τον εκσυγχρονισμό των στίχων θεωρώ ότι ακούγεται παράταιρο με τη σημερινή αρχιτεκτονική δομή, την απουσία της γειτονιάς– ακόμα και με την αισθητική των αυτοκινήτων όπου, θεωρητικά, στο CD player εντός του θα τοποθετηθεί ο δίσκος.Γι’ αυτό και στέκω τελικά με απορία μπροστά σε αυτό τον όμορφο δίσκο, με το έξυπνο και άμεσο αισθητικό της έκδοσης να υποστηρίζεται από τους πετυχημένους πίνακες του Τάκη Σιδέρη. Από τη μια, μου θυμίζει μουσικές του Νίκου Μαμαγκάκη και του Σταύρου Ξαρχάκου για ταινίες της Βουγιουκλάκη –και, πιστέψτε με, το λέω αυτό με τιμητική διάθεση. Από την άλλη, ωστόσο, με αφήνει να ξύνω το τριχωτό της κεφαλής μου, μιας και η φόρμα δεν πήγε ρούπι παρακάτω για να ακουμπήσει το σήμερα. Δύσκολο στοίχημα κύριε Αλτή, αλλά μπράβο σας που το βάλατε.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured