Το περιοδικό Εν Βόλω εκδίδεται τετράκις ετησίως από το Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας Βόλου απτόμενο τοπικών θεμάτων και, ενίοτε, πραγματοποιεί μουσικά αφιερώματα όπως το ανά χείρας. Πρόκειται για μια 70-σέλιδη μελέτη για την ψαλτική παράδοση της περιοχής και ένα διπλό δίσκο ακτίνας τόσο με αρχειακές ηχογραφήσεις ιεροψαλτών της περιοχής όσο και με σύγχρονες ερμηνείες ψαλμωδιών παλαιότερων συνθετών. Καθώς το Πήλιο και οι Σποράδες άκμαζαν στα Οθωμανικά χρόνια, η ψαλτική παράδοση της περιοχής είναι πλούσια. Η εγκατάσταση Mικρασιατών προσφύγων στη Μαγνησία ενίσχυσε αυτή τη μουσική ζωή ακόμη περισσότερο. Ο προσφυγικής καταγωγής Μανώλης Χατζημάρκος (γ. 1927) –με τεράστια πανελλήνια ακτινοβολία– είναι σίγουρα ο λαμπρότερος αστέρας αυτού του χώρου, όμως η πληθωρικότητα του ταλέντου του είχε ως παρενέργεια τον εκτοπισμό όλων των ελασσόνων (ελασσόνων, αλήθεια;) ομοτέχνων του. Το παρόν πόνημα επιχειρεί να ρίξει φως στις περαιτέρω συνιστώσες της παράδοσης της περιοχής.  Πριν μιλήσουμε για τη συγκεκριμένη κυκλοφορία, πρέπει να δούμε λίγο το πλαίσιο. Το ενδιαφέρον της ελληνικής Εκκλησίας για την ψαλτική της παράδοση (και γενικότερα, για τον πολιτιστικό-καλλιτεχνικό της ρόλο της) είναι πλέον περιορισμένο. Και, όταν εκδηλώνεται, απέχει πολύ από την ουσιαστική έρευνα σχετικά με την έτι ζώσα ή, έστω, καταγεγραμμένη παράδοση. Είναι μεγάλο θέμα για να συζητηθεί εδώ, αλλά η αισθητική πλευρά του ελληνικού χριστιανισμού (αποφεύγω τον όρο ορθόδοξου, καθώς η ρωσική π.χ. ορθοδοξία έχει τελείως διαφορετικούς αισθητικούς προσανατολισμούς), παρόλο που έχει όχι μόνο ιστορική πορεία αλλά και σημαντικές θεωρητικές αναλύσεις, σήμερα πια καταστρατηγείται συστηματικά από την ίδια την Εκκλησία? οι ναοί χτίζονται με τόνους τσιμέντου, το ηλεκτρικό συχνά αντικαθιστά το λατρευτικό κερί και βέβαια ο ιεροψάλτης καταφεύγει στη βολή των μικροφωνικών εγκαταστάσεων και των ηλεκτρονικών ισοκρατημάτων –ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό για την αισθητική της τέχνης του. Ειδικά για την ψαλτική τέχνη, λίγη έρευνα και λίγο καθαρό αυτί αποκαλύπτουν ένα πλήθος αλλαγές μέσα στον 20ο αιώνα, έτσι ώστε οι εκάστοτε καταγραφές να αποτελούν σημαντικά μνημεία μιας τέχνης σε εξέλιξη, μάλλον, παρά μιας απολιθωμένης παράδοσης? η διαχρονικότητα, όταν και όπου υπάρχει, αποτελεί μια ραχοκοκαλιά. Δυστυχώς, πιο συχνά χρησιμοποιείται σα μια κουβέρτα η οποία κουκουλώνει εφήμερες πολιτικές.               Η έκδοση Η Ψαλτική Τέχνη Στη Μαγνησία του περιοδικού Εν Βόλω πιάνει πολλές, αν και όχι όλες, από τις πτυχές αυτής της πορείας. Τα κείμενα καλύπτουν την ιστορία της ψαλτικής στην περιοχή φτάνοντας ως τους ιεροψάλτες του 20ου αιώνα (με όριο όσους γεννήθηκαν το 1940), που αποτελούν και το σημαντικότερο τμήμα της μελέτης. Στους δίσκους γίνεται μια προσπάθεια χαρτογράφησης αυτού του μουσικού υλικού. Αφήνω κατά μέρος τις νέες εκτελέσεις και τα αποσπάσματα συνεντεύξεων. Αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη κυκλοφορία ορόσημο στη δισκογραφία της ελληνικής εκκλησιαστικής μουσικής, είναι ότι για πρώτη φορά ανθολογείται –από μουσικολογική σκοπιά– ένας αριθμός ιεροψαλτών μιας γεωγραφικής περιοχής, με επιτόπιες ηχογραφήσεις από πραγματικές ακολουθίες. Φανερώνοντας έτσι ποιο είναι το ψαλτικό γίγνεσθαι, όχι ως υπόθεση μεμονωμένων «ειδημόνων» αλλά ως ένα σώμα παράδοσης με τεράστιο λαϊκό έρεισμα, η οποία εξακολουθεί ως τις μέρες μας να συνεχίζει σε πλήρη ζωντάνια, όσες αλλαγές και αν έχουν υπεισέλθει σταδιακά.  Αν μπορεί να σταθεί κανείς σε σημεία, ξεχωρίζει σαν διαμάντι η ηχογράφηση του Πρίγγου με τον Χατζημάρκο το 1958. Είναι όχι μόνο μία από τις απειροελάχιστες δισκογραφημένες στιγμές του πατριαρχικού Κωνσταντίνου Πρίγκου (1892-1964), αλλά και μια εξαιρετική καταγραφή του νεαρού τότε Χατζημάρκου, που φανερώνει όλο του το ταλέντο, πόρρω απέχοντας από τις άθλιες κυκλοφορίες του σε βινύλια της δεκαετίας του 1960. Πολύ καλός είναι επίσης ο Αλέξανδρος Μαργαριτόπουλος, συγκινητικές οι ηχογραφήσεις του Δημητρίου Μήτρου και όλο το αρχειακό υλικό, με τις όσες ατέλειες του, πίνεται σα δροσερό νερό. Σίγουρα βέβαια θα μπορούσε να έχει περάσει από σωστότερη ηχητική επεξεργασία. Η δουλειά του επιμελητή του αφιερώματος Κωνσταντίνου Χ. Καραγκούνη, αν και εμφανώς ανολοκλήρωτη (ναι, στα περιοδικά ο χρόνος κυλά πιο γρήγορα απ’ ό,τι περιμένει κανείς) χαρακτηρίζεται από βαθιά γνώση και μεράκι. Η μακρόχρονη θητεία του στο ψαλτικό στασίδι αλλά και η διδακτορική του διατριβή στα χειρόγραφα εκκλησιαστικής μουσικής του δίνουν τα φόντα να διαχειριστεί αυτό το τεράστιο σε ποσότητα υλικό με επιτυχία. Ίσως και ο κοσμικός χαρακτήρας του φορέα που πραγματοποιεί την έκδοση ευνοεί μια πιο αποστασιοποιημένη, ξεκάθαρη ματιά.   Απέχοντας πολύ από το να είναι πλήρης, αυτή η έκδοση θέτει ένα θεμέλιο και μια υπόσχεση για το μέλλον. Να ευχηθούμε να συνεχιστεί και να επεκταθεί και στην υπόλοιπη Ελλάδα –φέρνοντας στο φως όσο υλικό λιμνάζει στα συρτάρια των λίγων μερακλήδων και διασώζοντας ό,τι ακόμα υφίσταται, πριν οι αλλαγές της ζωής διαμορφώσουν ένα τοπίο τελείως διαφορετικό.     

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured