Η πορεία του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού μαρτυρεί ότι η μουσική των Πυξ Λαξ έχει αφήσει εποχή. Ήδη αρκετά χρόνια μετά από την επίσημη διάλυσή τους φαίνεται να επηρεάζουν πολλούς νεόκοπους καλλιτέχνες – και νομίζω ότι και ο Κώστας Χρονόπουλος ανήκει σε αυτούς τους συνεχιστές της πυξλαξικής αισθητικής. Ήδη στο τρίτο του ολοκληρωμένο δισκογραφικό βήμα, Καληνύχτα Barney, ο τραγουδοποιός γράφει δώδεκα τραγούδια με όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά που επέβαλαν τα παιδιά της δυτικής όχθης, χωρίς πάντως να λείπουν και κάποιες διαφοροποιήσεις.  Το ηχητικό περιβάλλον του άλμπουμ χαρακτηρίζεται από την ακουστική κιθάρα και τα τύμπανα, μα και από την εσωστρεφή ερμηνεία του Χρονόπουλου και την ιδιαιτερότητα της μπαλάντας. Σου δίνεται η εντύπωση ότι το σύνολο της δουλειάς θα μπορούσε να αποδοθεί πάνω σε έναν καμβά που έχει ζωγραφιστεί αποκλειστικά με πινελιές των αποχρώσεων του γκρι, καθώς στην ψυχολογία του τραγουδοποιού βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι πιο σκοτεινές εκφάνσεις της έντεχνης και ροκ δημιουργίας. Οι στίχοι ενισχύουν αυτή την εσωστρεφή συλλογιστική, αγγίζοντας μάλιστα τα όρια μιας ηδονιστικής κατάθλιψης. Ο Χρονόπουλος δεν είναι ο μόνος τραγουδοποιός που ρέπει προς αυτού του είδους την αποτύπωση του καλλιτεχνικού του λόγου: από την εποχή των Κατσιμιχαίων και ύστερα τα παραδείγματα αυτού του, γοητευτικού αλλά πια ξεπερασμένου, μοντέλου έκφρασης είναι συνεχώς παρόντα στη δισκογραφία. Πολλά πράγματα μπορείς να ξεχωρίσεις και να απορρίψεις στο Καληνύχτα Barney. Αν θα έπρεπε να διαλέξω ένα από την κάθε μεριά – προς αποφυγή πλατειασμών και ανούσιων παραφιλολογιών – θα στεκόμουν, από τη μία, στην εκφραστικότητα του καλλιτέχνη, η οποία ισορροπεί πάνω στο τεντωμένο σκοινί ενός δραματικά φορτισμένου σεναρίου, και, από την άλλη, στον συνεχή βαυκαλισμό του με τον ψυχικό ή ερωτικό πόνο, σε σημείο βαθειάς εμμονής. Μέσα από αυτά χτίζεται η εικόνα ενός σύγχρονου σκεπτόμενου τροβαδούρου, που άλλους θα ελκύσει και άλλους απλά θα αφήσει ανέγγιχτους. Σε ό,τι είναι πιο απτό στο αυτί του ακροατή – γιατί αυτό έχει σημασία – ξεχωρίζω τη συμμετοχή της Ελένης Πέτα στο “Έμαθα Κοντά Σου” και τον Απόστολο Ρίζο στο “Παιχνίδια”. Όμορφο τραγούδι είναι και η “Σιωπή”, ενώ μου δημιούργησε (καλώς νοούμενο) άγχος η κατάληξη στο τραγούδι “Γέννηση”, όπου ο Χρονόπουλος επαναλαμβάνει, σε στιλ πρόζας, την πρόταση «Πάρε ανάσα, πάρε ανάσα…». Η στιχουργική πάλι του Νίκου Μωραΐτη στο “Κανένας Τους” προσδίδει μια ποπ ελαφρότητα η οποία διασπά το ενιαίο του συνολικού έργου – είναι προφανές ότι κάπου εδώ κυνηγάμε μια θέση στο ραδιοφωνικό airplay. Τέλος, στα συν βρίσκω την επιλογή να φιλοτεχνηθεί όλο το booklet του cd με έργα του ζωγράφου και γλύπτη Κώστα Γεωργίου. Αν έπρεπε να συγκρίνω το Καληνύχτα Barney με την υπόλοιπη δισκογραφία του Κώστα Χρονόπουλου, θα κατέληγα στο συμπέρασμα του «μία από τα ίδια». Αν πάλι έμπαινα στη λογική να το δω ευρύτερα, συγκρίνοντάς το με τη συνολική έντεχνη/pop rock μουσική ιστορία των τελευταίων χρόνων, μάλλον θα γινόμουν ακόμα αυστηρότερος. Έτσι ή αλλιώς πάντως, δεν παύει ο συγκεκριμένος τραγουδοποιός να σου γεννά προσδοκίες για κάτι καλύτερο, με την προϋπόθεση, πάντα, ότι θα απαλλαχθεί κάποια στιγμή από την (οποιαδήποτε) επιρροή παρωχημένων αισθητικών.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured