Είναι σπάνιες εκείνες οι περιπτώσεις όπου ένας νέος τραγουδοποιός μπορεί, πέραν του δημιουργικού κομματιού της δουλειάς του, να διαχειρίζεται το υλικό του και σε επίπεδο παραγωγής. Όμως, στη low budget εποχή που διανύουμε, οι περισσότεροι καλλιτέχνες έχουν επωμιστεί αυτό το επιπλέον βάρος. Τώρα το πόσο επιτυχημένα ή μη το κάνουν, είναι μια άλλη και λυπημένη ιστορία. Κάνω αυτόν τον πρόλογο γιατί ο Γιάννης Κυρατσός, στην πρώτη του δισκογραφική απόπειρα Ο Κόσμος Είναι Μικρός, έχει αναλάβει τις εξής εργασίες (κρατώ αλφαβητική σειρά): ενορχήστρωση, ερμηνεία, καλλιτεχνική παραγωγή, παραγωγή, στιχουργική και σύνθεση!!! Εκ των πραγμάτων κάτι θα του ξέφευγε, κάτι δεν θα του πήγαινε καλά. Και στην περίπτωσή του πήγαν αρκετά πράγματα στραβά. Ξεκινώ από το δημιουργικό κομμάτι, το οποίο έχει να κάνει με τη σύνθεση και τους στίχους. Τα τραγούδια του Κυρατσού φαίνεται να έχουν αναφορές στην ελληνική τραγουδοποιία των 1980s (βλ. Κατσιμιχαίους) – προσλαμβάνουσες όμως αρκετά μακρινές. Τελικά ο καλλιτέχνης καταλήγει σε μιμητικές διαθέσεις αμήχανων στιγμών των Όναρ, του Ζακ Στεφάνου – ακούστε το “Καλημέρα” –και άλλων νεανικών προσώπων που βρέθηκαν να τραγουδάνε για μία σεζόν στην Αρχιτεκτονική του Νέου Κόσμου. Οι συνθέσεις του είναι φτωχές, με μικρές δόσεις ανατρεπτικών προσπαθειών που φυσικά δεν αρκούν. Οι στίχοι και αυτοί θεωρώ ότι κινούνται στα όρια του μετρίου. Δεν λέω ότι είναι κακοί, αλλά το γεγονός ότι προκύπτουν τόσο προφανώς αυτοαναφορικοί με εμποδίζει από το να τους κρίνω θετικά. Αυτό, για μένα τουλάχιστον, δείχνει ότι η γραφή του Κυρατσού δεν έχει ωριμάσει και εκ του αποτελέσματος δεν θα εκτιμηθεί από ηλικιακές ομάδες πέραν αυτής των εφήβων. Τώρα όσον αφορά στην ερμηνεία του, ο τραγουδοποιός αφενός υστερεί φωνητικά και αφετέρου αδυνατεί να αποκρύψει τις ερμηνευτικές του αδυναμίες. Θεωρώ ότι εκτίθεται ανεπανόρθωτα, όταν προσπαθεί να ανεβάσει τις εντάσεις και να ροκάρει στα περισσότερα ρεφραίν των τραγουδιών του Ο Κόσμος Είναι Μικρός. Η αντίθεση γίνεται μάλιστα πιο έντονη όταν κουπλέ και ρεφραίν κινούνται σε διαφορετικές κλίμακες. Επίσης ο Κυρατσός έχει μια εμφανή αδυναμία να χειριστεί συναίσθημα και τεχνική μαζί και ως εκ τούτου οδηγείται εν τω συνόλω σε ένα μπερδεμένο ερμηνευτικά, μα κυρίως άχρωμο αποτέλεσμα. Από ’κει και πέρα, σχετικά με τους άλλους τομείς, η αδυναμία του γίνεται εμφανής όταν συνειδητοποιείς τον χειρισμό του Χρυσόστομου Μουράτογλου στο τραγούδι “Ξέρω Να Χορεύω”. Το τραγούδι είναι μακράν το καλύτερο του άλμπουμ, όχι γιατί υπερτερεί σε σύνθεση ή στίχο, αλλά γιατί διαθέτει μια σχετικά σύγχρονη ενορχήστρωση και μια καλή παραγωγή. Αυτό ακριβώς είναι που εκθέτει τα υπόλοιπα τραγούδια του Κυρατσού και δείχνει ακόμα πιο πολύ την ακαταλληλότητα του καλλιτέχνη να διαχειρίζεται το υλικό στο επίπεδο αυτό. Αν εμπιστευόταν το υλικό του σε κάποιον άλλο, ίσως τώρα να μιλούσαμε για ένα cd με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Θα δανειστώ για επίλογο τα λόγια της Δήμητρας Γαλάνη, η οποία λέει ότι, για να βγεις στο τραγούδι – πέραν από μουσική κατάρτιση και το ευγενές συναίσθημα να δημοσιοποιήσεις τα εσώψυχά σου – χρειάζεται τα όσα λες να αφορούν περισσότερο κόσμο από τους πέντε φίλους που συγκινούνται ακούγοντάς σε κατά τη διάρκεια νυχτερινών, ιδιωτικών ακροάσεων. Το ενδιαφέρον για τα τραγούδια του Κυρατσού νομίζω ότι εξαντλείται στα στενά όρια μιας «παλιοπαρέας». Σε συνδυασμό δε με τα ατοπήματα του υλικού του, έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα άλμπουμ κινούμενο σε χαμηλό επίπεδο.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured