Οι Locomondo είναι μια παρέα από πέντε τυπάκια, τα οποία αποτελούν μία από τις πρώτες μπάντες που επιχείρησαν να συνδυάσουν τον reggae ήχο της Καραϊβικής με τον ελληνικό στίχο. Έναν μάλιστα χρόνο μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους Ένας Τρελός Κόσμος, οι Locomondo ταξίδεψαν στην Τζαμάικα ως προσκεκλημένοι του Vin Gordon - τρομπονίστα κάποτε του Bob Marley - και έφτιαξαν εκεί τον δεύτερο δίσκο τους, το 12 Μέρες Στη Jamaica, γνωρίζοντας ένα μάλλον ξαφνικό σουξέ με τη διασκευή τους στη “Φραγκοσυριανή” του Μάρκου Βαμβακάρη. Η επιτυχία συνεχίστηκε φέτος με το πλακατζίδικο “Πίνω Μπάφους Και Παίζω Pro” – εκπληκτική φωτογραφία της καθημερινότητας πολλών αγοριών της γενιάς μας - το οποίο τους έκανε ακόμα ευρύτερα γνωστούς. Το τραγούδι αυτό όμως δεν θα το βρείτε στο παρόν, τρίτο album τους, καθώς, παρά τον χαμό που έχει δημιουργήσει, παραμένει ακυκλοφόρητο σε στούντιο εκδοχή. Παρόλη την απήχηση των Locomondo στις εφηβικές κυρίως ηλικίες, θεωρώ πως είναι ένα αρκετά παρεξηγημένο συγκρότημα, πιθανότατα εξαιτίας του χαβαλετζίδικου στίχου τους. Παρά τον σατιρικό χαρακτήρα των τραγουδιών τους και την πιο καλοκαιρινή και γιορτινή διάθεση του ήχου τους, οι Locomondo φαίνεται πως βρίσκονται σε θέση να μας προσφέρουν δείγματα δουλειάς τα οποία όχι μόνο σφύζουν από κεφάτους (αν και αρκετές φορές επαναλαμβανόμενους) reggae ρυθμούς και από χαριτωμένες στιχουργικές ιδέες, αλλά και από κάτι ακόμα, το οποίο δεν συναντάται συχνά: έχουν πράγματα να πουν, όπως αποδεικνύουν και με το νέο τους album Me Wanna Dance. Οι Locomondo συνεχίζουν εδώ να χρησιμοποιούν τη συνταγή που τόσο πολύ τους πέτυχε στην περίπτωση του “Πίνω Μπάφους Και Παίζω Pro” (“Sex Στο Διαδίκτυο”, “Πίστα”), καταφέρνουν όμως ταυτόχρονα να πείσουν πως έχουν και άποψη για τα πράγματα - και όχι μόνο το χάρισμα να τα σατιρίζουν. Σαν χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μπορεί να σταθεί το “Ghetto Tourist”, η ιδέα του οποίου να περιγράψει τις επισκέψεις «βολεμένων» Ευρωπαίων σε τροπικούς παραδείσους όχι από την πλευρά των χαρούμενων τουριστών, αλλά μέσα από τα μάτια των ντόπιων κατοίκων, το καθιστά ευρηματικότατο και ασυνήθιστο. Φυσικά μια ιδέα δεν θα ήταν αρκετή από μόνη της. Τόσο στο “Ghetto Tourist”, όσο και στα υπόλοιπα κομμάτια του album, οι Locomondo δεν καταφεύγουν σε λύσεις ανόητων ομοιοκαταληξιών προκειμένου να ολοκληρώσουν τον στίχο τους, αλλά επιτυγχάνουν να βγάλουν ένα άρτιο, αν και απλό, αποτέλεσμα μέσα από συγκροτημένο λόγο (“Kαλοκαίρι”, “Αστέρια Στη Σκηνή”, “Γελάς Πιο Δυνατά”). Πολύ ευχάριστη είναι ακόμα η χαρωπή α-λα-UB40 βόμβα του “Jump In The Water”, η οποία στέκεται σε ένα επίπεδο που δυστυχώς άλλα, ανάλογου ύφους μα μετριότερα τραγούδια δεν καταφέρνουν να φτάσουν (“Ay Ay Ay”, “Δυνάμεις Του Καλού”). Στα μείον είναι επίσης και το “Πλατανιώτικο Νερό”, προφανής προσπάθεια να ξανακάνουν ό,τι έκαναν και τρία χρόνια πριν με τη “Φραγκοσυριανή” ανακατεύοντας τον reggae ήχο με πιο παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία, το οποίο όμως δεν επιτυγχάνει να ακουστεί το ίδιο δροσερό και πρωτότυπο. Αν και, ηχητικά τουλάχιστον, οι Locomondo δεν αποτελούν αυτό το κάτι διαφορετικό, χάρη στους στίχους τους και στην εκφραστικότητα του τραγουδιστή τους Μάκη Κουμάρη καταφέρνουν να ξεχωρίσουν. Επιμένοντας να σχολιάζουν τις τάσεις της εποχής μας, δίχως όμως να στέκονται στο βάθρο του αναμάρτητου κριτή (δεν νομίζω ότι η επιλογή τους να μιλούν συχνά σε πρώτο πρόσωπο είναι τυχαία), αλλά προσπαθώντας να τονίσουν τα άλλοθι πίσω από αυτές τις τάσεις. Γενόμενοι έτσι περισσότερο ρεαλιστικοί από πολλά άλλα groups «διαμαρτυρίας», που δυστυχώς διέπονται, όπως αρκετά ακόμα πράγματα στη χώρα μας, από αναίτια σοβαροφάνεια.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured