Ο Χρήστος Σίκκης είναι ενδεχομένως άγνωστος στις ηλικίες που μάλλον ασχολούνται ενεργά με το Avopolis, από το 1971 όμως, οπότε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη χώρα μας, ξεχώρισε ως ο κυριότερος πρέσβης της παραδοσιακής μουσικής της γενέτειράς του Κύπρου των τελευταίων 30 περίπου χρόνων. Στον τομέα αυτόν δραστηριοποιήθηκε όχι μόνο ως ακάματος μελετητής μα - και πρωτίστως, θα έλεγα - ως τραγουδιστής, πετυχαίνοντας όχι μόνο να φέρει μια πνοή φρεσκάδας στα παραδοσιακά κυπριακά τραγούδια, αλλά να ξυπνήσει και ένα κάποιο ενδιαφέρον για αυτά στον αμιγώς ελλαδικό χώρο.Με το Φύσα Βοριά Μου, ο Σίκκης δοκιμάζει για πρώτη φορά τις δυνάμεις του ευρύτερα, επιχειρώντας να αγκαλιάσει πιο πλατειά την ελληνόφωνη παράδοση. Η κίνησή του όμως αυτή αποδείχθηκε νομίζω, εκ του αποτελέσματος, όχι μόνο υπερφιλόδοξη, μα και δυσάρεστα πρόχειρη. Τι εννοώ με το δεύτερο: ως ένας άνθρωπος που τυχαίνει να έχει μια κάποια επαφή με την παραδοσιακή μουσική της Νορβηγίας, δεν μπόρεσα να διακρίνω τίποτα το λαϊκό νορβηγικό στη μελωδία του τραγουδιού “Φύσα Βοριά Μου”. Ανέμενα, λοιπόν, κάτι πιο συγκεκριμένο από το σχόλιο που παραθέτει ο Σίκκης, το οποίο βρήκα υπερβολικά γενικόλογο: τι πάει να πει «το πιθανότερο είναι ότι το τραγούδι αυτό ήρθε στην Ελλάδα και την Κύπρο στις αρχές του περασμένου αιώνα»; Και με βάση τι στοιχεία το στοιχειοθετεί ως λαϊκό νορβηγικό; Είμαι σίγουρος ότι ο Σίκκης έχει τους λόγους του, περίμενα όμως μια πιο λεπτομερή έκθεσή τους. Υπάρχουν όμως και άλλες ανακρίβειες, οι οποίες δικαιολογούν την προαναφερόμενη προχειρότητα: πώς είναι δυνατόν να ηχογράφησε η Μαρίκα Παπαγκίκα το “Τα Παιδιά Της Γειτονιάς Σου” στην Αμερική το 1914, όταν, σύμφωνα με ένα cd της που έχω στην κατοχή μου, η καριέρα της εκεί έλαβε χώρα μεταξύ 1918 και 1929; Και πόσο, αλήθεια, «παραδοσιακό» είναι το “Αν Βουληθώ”, που πρωτοείπε ο Μιχάλης Βιολάρης στην ταινία του Γιώργου Σκαλενάκη Το Νησί Της Αφροδίτης, ώστε να δικαιολογείται το ότι συμπεριλαμβάνεται στα 14 παραδοσιακά τραγούδια της δουλειάς; Οι στίχοι του, βέβαια, είναι παραδοσιακοί κυπριακοί, η μελωδία του όμως ανήκει στον Μίμη Πλέσσα. Είναι, λοιπόν, μονάχα ζήτημα οπτικής το αν είναι ή δεν είναι παραδοσιακό, με τη μορφή την οποία μας παραδίδεται εδώ; Σημαντικότερα όμως είναι κατά τη γνώμη μου τα προβλήματα στο αμιγώς μουσικό κομμάτι του album. Ο Σίκκης και οι μουσικοί του έκαναν μια πραγματικά φιλότιμη προσπάθεια και διακρίνονται δίχως δυσκολία, τόσο οι ευγενείς προθέσεις τους όσο και κάποια, ερμηνευτικά και εκτελεστικά, ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία εγγυώνται ένα minimum αξιοπρέπειας για το Φύσα Βοριά Μου. Δυστυχώς όμως δεν επιτεύχθηκε τίποτα περισσότερο από αυτό το minimum. Δεν τρέφω, προσωπικά, την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Κύπριος ερμηνευτής θέλησε με αγάπη να πει τραγούδια τα οποία τον γαλούχησαν ως παιδί στους καφενέδες και τα ταβερνάκια του Αραδίππου. Ο Σίκκης παρουσιάζεται όμως αφοπλισμένος και αμήχανος έξω από το κυπριακό πλαίσιο. Στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί σε τραγούδια προερχόμενα από τη Σκύρο (“Έλα Να Φιληθούμε”), τη Μικρά Ασία (π.χ. στο γνωστό και αγαπημένο σμυρναίικο “Τι Σε Μέλει Εσένανε” ή το “Σίνα”), την Κρήτη (“Όσο Βαρούν Τα Σίδερα”) ή τα Δωδεκάνησα (“Πώς Να Κατέβω Στο Γιαλό”, “Η Μέρα Έχει Βάσανα”) κατέφυγε στην κυπριακή του εμπειρία, με αποτέλεσμα μια έκδηλη ισοπέδωση: το ιδιαίτερο χρώμα των επιλογών ελάχιστα υπηρετείται, παρά κάποιες από καρδιάς ερμηνείες, και ο ακροατής εισπράττει τελικά την αίσθηση πως δεν πήγε ο Σίκκης στα τραγούδια, αλλά, αντιθέτως, κόπηκαν και ράφτηκαν τα τελευταία με άξονα το ποιος είναι ο Σίκκης. Η ίδια ισοπέδωση παρατηρείται και στο ενορχηστρωτικό/εκτελεστικό τμήμα της δουλειάς, καθώς οι μουσικοί του Σίκκη νοιάστηκαν πρωτίστως να τηρήσουν την απαραίτητη ορθογραφία, παρά να επικοινωνήσουν με τον ιδιαίτερο κόσμο και τις καταβολές των τραγουδιών. Με βάση, λοιπόν, αυτές τις παρατηρήσεις, νομίζω πως ο δίσκος ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, απέχοντας αισθητά από τα στάνταρ του «προτεινόμενου»…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured