Ξεκίνημα στη δισκογραφία για έναν νέο Θεσσαλονικιό δημιουργό αποτελούν τα Μελοποιήματα, μια δουλειά η οποία μας αποκαλύπτει μια πολύ καλή ανδρική φωνή, με δυνατότητες όχι μόνο τεχνικές, μα και μεστή σε εκφραστικότητα. Όχι όμως, κατά την κρίση μου τουλάχιστον, και έναν τραγουδοποιό που δείχνει να μπορεί να σταθεί στο σύγχρονο ελληνικό πεντάγραμμο χάρη στα προσωπικά τραγούδια του και μόνο. Τα Μελοποιήματα είναι αναντίρρητα φροντισμένα, έχουν δουλευτεί πολύ και προδίδουν μεράκι αλλά και αγάπη για τη μουσική. Τα κατατρέχουν όμως ορίζοντες περιορισμένοι, φτωχοί σε επιρροές και αναφορές, με μια μονοκόμματη αντίληψη τόσο του «έντεχνου» ήχου, όσο και του rock: στις λίγες περιπτώσεις που επιχειρείται ένα φλερτ με το τελευταίο (όπως λ.χ. συμβαίνει στη “Μορφή”), προδίδεται μια αισθητική ξεχασμένη στη δεκαετία του 1970 και σε εκείνο το ροκ που αυτιστικά επιμένουν να παίζουν τα ανά την Ελλάδα ροκόμπαρα. Έτσι, ενώ όλα τα τραγούδια διατηρούν ένα αξιοπρεπές και ικανοποιητικό επίπεδο (με μοναδική εξαίρεση το ακαλαίσθητο “Κάτι Από Αγάπη”), εμμένουν σε μελωδικά μοτίβα χιλιοπερπατημένα (και γι’ αυτό ξεφτισμένα από τη χρήση), αλλά και μια στιχουργική, που, ακόμα και όταν δεν ολισθαίνει στα συνήθη ερωτόλογα (“Έρωτας”, “Αυτή Τη Νύχτα”), αποδεικνύεται αναιμική στην άρθρωση ενός λόγου που να έχει κάτι το ξεχωριστό, κάτι να προτείνει. Στα πλαίσια αυτά βουλιάζει και η συμμετοχή της Μελίνας Ασλανίδου στη “Χακένια Άνοιξη”, τραγούδι που περνάει εντελώς απαρατήρητο. Από το σύνολο ξεχωρίζει κατά την άποψή μου μόνο το “Ποιος Γνωρίζει Να Πετά”, χάρη κυρίως στην ερμηνεία του ίδιου του δημιουργού. Είναι νομίζω ένα τραγούδι που διαθέτει και προοπτικές ραδιοφωνικής επιτυχίας, αν προβληθεί σωστά στα «έντεχνα» ραδιόφωνα. Δύο άλλα τραγούδια με δυνατότητες ήταν το “Κάτι Να Πω” και το “Κόκκινο Σαν Αίμα”, αυτοϋπονομεύθηκαν όμως τελικά και τα δύο, το πρώτο εξαιτίας της έλλειψης μελωδίας (αυτοκτονία να μη μπει μουσική σε ένα τόσο κεφάτο και με χιούμορ τραγούδι) και το δεύτερο γιατί δεν υποστήριξε το όμορφο refrain του με αξιόλογους στίχους.Έτσι, αν και δεν δυσανασχετείς ακούγοντας το album, νομίζω πως μετά το πέρας των ακροάσεων κρατάς τελικά περισσότερο τη φωνή του Παναγιώτη Ξανθόπουλου και όχι τόσο κάποιο από τα τραγούδια. Αξίζει πιστεύω να την ξανακούσουμε αυτή τη φωνή, αλλά σε ένα υλικό πιο ζουμερό και με περισσότερη ταυτότητα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured