Το Κόκκινο Ακρογιάλι βρίσκει τον Μανώλη Λιδάκη να επιστρέφει στις κρητικές του καταβολές, όχι αποσπασματικά - όπως είχε συμβεί στο παρελθόν - αλλά με μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση. Κίνηση την οποία ο ίδιος αποδίδει τόσο σε εσωτερική παρόρμηση, όσο και σε ένα είδος «λαϊκού αιτήματος», εκ μέρους των ανθρώπων που συναντούσε καθημερινά στους δρόμους της Κρήτης. Δεν ξέρω τι υποδοχή επεφύλαξαν οι συμπατριώτες του Λιδάκη στη νέα του δουλειά, κατά τη δική μου όμως άποψη το Κόκκινο Ακρογιάλι ούτε καλός πρέσβης των κρητικών παραδόσεων στάθηκε, ούτε στην καριέρα του τραγουδιστή θα προσφέρει καλές υπηρεσίες. Πρώτα-πρώτα, ο Λιδάκης επιλέγει να προσεγγίσει την Κρήτη με μια πιο μοντέρνα οπτική περί παράδοσης. Αυτό από μόνο του δεν είναι κακό - κάθε άλλο μάλιστα. Όταν όμως γίνεται με άξονα τις στερεότυπες νεοπαραδοσιακές μανιέρες οι οποίες κυριαρχούν στον χώρο του λεγόμενου «έντεχνου» τα τελευταία χρόνια, το αποτέλεσμα δεν είναι μια φρέσκια ανάγνωση, αλλά μια υπαγωγή της κρητικής παράδοσης στα cliché της τρέχουσας παραγωγής «ποιοτικών» ελληνικών albums. Σε αυτό όμως δεν φταίει μόνο η ενορχήστρωση, αλλά και οι ερμηνείες του Λιδάκη. Όταν κάπου στη δεκαετία του 1990 ο τελευταίος απαλλάχθηκε από μια τάση να θέλει να μοιάσει του Γιάννη Πάριου, άρχισε να προβάλλεται έντονα από τη μουσική και παραμουσική βιομηχανία ως τραγουδιστής μεγάλος και σπουδαίος, κάτι που σε ορισμένους κύκλους έχει γίνει πια κοινός τόπος. Την αντίληψη αυτή ανακυκλώνει μάλιστα στο συνοδευτικό της έκδοσης κείμενο και ο γνωστός ακαδημαϊκός Γιώργος Γραμματικάκης. Σύμφωνα πάντως με τη δική μου γνώμη όσοι τα λένε αυτά είναι άνθρωποι οι οποίοι μάλλον δεν έχουν θητεύσει επαρκώς στις μεγάλες αναμνήσεις ώστε να αποκτήσουν επίγνωση του σπουδαίου, γιατί ο Λιδάκης ποτέ στην καριέρα του δεν δικαιολόγησε αυτή τη συνοδευτική φήμη. Ήταν - και ακόμα είναι - ένας απλά καλός τραγουδιστής, με ένα ιδιαίτερο χρώμα, ο οποίος μετά από κάποιες όντως αξιόλογες δουλειές (Καράβι Απόψε Το Φιλί, 4 Κύκλοι Τραγουδιών & τη συνεργασία με τον Preisner) αυτοϋπονομεύτηκε, καθώς οι ερμηνείες του εγκλωβίστηκαν σε μια φόρμουλα με κύριο χαρακτηριστικό της μια υπερβολικά σοβαρή λιτότητα, η οποία αγγίζει συχνά τα όρια της απάθειας. Αυτή ακριβώς η μανιέρα, που τον ωθεί να τραγουδάει με έναν τρόπο σαν να βαριέται, καταστρέφει τελικά και το εν λόγω album (“Θ’ Ανεβώ Στον Ουρανό”, “Περβόλι”, “Μεσ’ Τη Χαρά Είν’ Ο Πόνος”, “Πέρασ’ Εκείνος Ο Καιρός”), προξενώντας στον ακροατή κύμα χασμουρητών. Το Κόκκινο Ακρογιάλι προκύπτει έτσι απογοητευτικό, υπερβολικά επίπεδο, εκνευριστικά αναμενόμενο και αβάσταχτα μονότονο. Τα τραγούδια καταντάνε να μην ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο παρά μόνο από τους στίχους τους και ακόμα και στιγμές εγνωσμένης καλλιτεχνικής αξίας (όπως π.χ. ο καταπληκτικός Αποχαιρετισμός του Κώστα Μουντάκη, όπου ο Λιδάκης αναλώνεται σε άκομψα και εντελώς περιττά παιχνιδίσματα στο refrain) δείχνουν πολύ πιο θαμπές και «λίγες» από ότι στην πραγματικότητα είναι.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured