Πέντε χρόνια μετά τον Ξιπόλητο Πρίγκηπα οι Χαΐνηδες επιστρέφουν στο μουσικό προσκήνιο με ένα ογκώδες διπλό album διάρκειας 125 λεπτών, μη δείχνοντας όμως κατά τη γνώμη μου ικανοί να εξελίξουν τις «έντεχνες» νεοπαραδοσιακές ανησυχίες με τις οποίες καθιερώθηκαν κατά την προηγούμενη δεκαετία. Ο Γητευτής Και Το Δρακοδόντι είναι μια δουλειά που φανερώνει το δημιουργικό αδιέξοδο του group, αφού το παρουσιάζει να εμμένει στις ίδιες και στις ίδιες συνταγές και να ανακυκλώνει τον εαυτό του. Οι μελωδίες επιβεβαιώνουν απλά τα κεκτημένα και δίχως την παραμικρή διάθεση αναζήτησης επαναλαμβάνουν μια πολυφορεμένη (από τους ίδιους αλλά και από άλλους) ηχητική αντίληψη βασισμένη σε ένα μπλέξιμο ηλεκτρικών μπάσων με κρητικές λύρες και ούτια, η οποία δεν ξέρω πόσο ακόμα μπορεί να «αρμέγεται» για αποτελέσματα. Η ερμηνευτική δε υπεράσπιση αυτής της κατεύθυνσης είναι απλά επαρκής, αφού τόσο οι ανδρικές όσο και οι γυναικείες φωνές των Χαΐνηδων διαθέτουν περιορισμένες τεχνικά και εκφραστικά δυνατότητες, αδυνατώντας να διατηρούν αμείωτη την προσοχή του ακροατή επί ένα δίωρο. Οι συμμετοχές του πάντα βροντερού Ψαραντώνη, του Σωκράτη Μάλαμα ή του Παντελή Θαλασσινού θα έπρεπε να εξαιρούνται, τελικά όμως χάνονται και αυτές προσπαθώντας να ακολουθήσουν τις μανιέρες των αδιάφορων τραγουδιών που τους έλαχαν.Αλλά η πραγματικά Αχίλλειος πτέρνα των Χαΐνηδων είναι νομίζω ο στιχουργικός τομέας. Τριανταέξι επιλογές περιλαμβάνει το νέο τους album κι όμως πουθενά δεν φάνηκε κάτι σύγχρονο, κάτι που να αφορά άμεσα τη ζωή ενός ανθρώπου του 2005. Δεν βρίσκω γιατί να ασχολούμαστε με γητευτές, δρακοδόντια, μυριόχρωμα γιορντάνια, ξερομαδάρες, αγκρισμένους τράγους και λοιπά «καλολογικά» αν αυτά δεν μπορούν να αποκτήσουν μια πιο ζωντανή και βιωματική σύνδεση με το σήμερα, πόσο μάλλον όταν παρόμοια σχήματα έχουν κατά κόρον χρησιμοποιηθεί στα δημοτικά τραγούδια, λαχαίνοντας και καλύτερης μεταχείρισης και πολύ καλύτερων ερμηνειών. Ακόμα και αν δεχτώ ότι οι Χαΐνηδες δραστηριοποιούνται σε έναν αγροτικό ορίζοντα και οι αναφορές αλλά και τα βιώματά τους δεν μπορούν να σχετιστούν με το αστικό περιβάλλον, τα τραγούδια τους πάλι δεν μιλούν για τη δική τους καθημερινότητά, αλλά αναφέρονται σε χρόνους παρελθόντες, επιχειρώντας μια ρομαντική ανακατασκευή τους. Είναι δικαίωμά τους ασφαλώς, έστω και έτσι όμως αν το δει κανείς δεν κατορθώνουν παρά μόνο στο πραγματικά τσαχπίνικο “Συνταγές Μαγειρικής“ να πείσουν ότι υπάρχει λόγος και αιτία για μια τέτοια καλλιτεχνική επιλογή. Αντιθέτως, το σύνολο του δεύτερου cd (Δρακοδόντης) ηττάται ανεπανόρθωτα συγκρινόμενο με τις παραδόσεις από όπου εμπνέεται το υλικό του, όντας φλύαρο, επίπεδο και πραγματικά κουραστικό.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured