Οι Engine-V αποτελούνται από τρεις μουσικούς με πλούσιο παρελθόν. Θιασώτες της alternative σκηνής της Αθήνας, ο κιθαρίστας Γιώργος Λάιτμερ και ο μπασίστας Πάνος Τομαράς (μέλος και των Earthbound, στους οποίους παίζει ακουστικό μπάσο), είχαν ιδρύσει τους θρυλικούς Honeydive στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Μετά τη διάλυση των Honeydive (1996), έφτιαξαν τους Engine-V (1998) μαζί με τον ντράμερ Κώστα Πέτρου (που έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με διάφορα jazz, blues και rock σχήματα). Με τη δύναμη που προσφέρει η εμπειρία, αλλά και πολλή όρεξη για δημιουργία, οι Engine ηχογράφησαν, το 1999, το “Budgie e.p.”. Με το δισκάκι στις αποσκευές, εμφανίστηκαν επιτυχώς δίπλα σε δυνατά ονόματα του ελληνικού και ξένου χώρου (Dozer, Spiritual Beggars, Deus Ex Machina, Nightstaler, Closer, Earthbound). Η φήμη τους εξαπλώθηκε, όταν συμμετείχαν στο Rockwave του 2001 (P.J. Harvey, Placebo, Ash, JJ 72, Grandaddy). Το 2003 έπαιξαν με τους Fu Manchu, αλλά και τους International Noise Conspiracy. Τη ίδια εποχή, κλεισμένοι για ενάμισι χρόνο στο στούντιο (!), ηχογραφούσαν το “Broken World” που κρατάω στα χέρια μου…Και, απ’ όσα μπορώ να κρίνω από την ακρόαση, αποδεικνύεται πάλι ότι η υπομονή και η επιμονή στις μικρές λεπτομέρειες είναι τα συστατικά, που κάνουν μια μπάντα να ξεχωρίζει. Ο δίσκος αυτός ρίχνει ένα τρανταχτό χαστούκι σε όσους επιμένουν να κρίνουν κάτι, υπό τη σκεπή ότι είναι «καλό για ελληνικό»…Δεν θα αναλωθώ σε τόσο ανούσιες σκέψεις. Θα πω μονάχα, ότι στη χώρα μας γίνονται δίσκοι αντάξιοι κυκλοφοριών του εξωτερικού (αν όχι καλύτεροι). Στο “Broken World” βρήκα ακριβώς αυτό. Οι 11 συνθέσεις (και η 12η, ακουστική studio-version του Budgie) παρασέρνουν σε ένα ξέφρενο r’n’r κόσμο, που συνδυάζει τον «άγριο» ήχο με την ποιότητα. Χωρίς να λείπουν οι πιο τρυφερές στιγμές (είπαμε, τις καλύτερες μπαλάντες τις γράφουν οι hard-ροκάδες!), τα κομμάτια του δίσκου κινούνται στα πλαίσια του stoner-desert-heavy rock. Εξάρσεις βαθμιαίας έντασης, έξυπνοι διάλογοι ανάμεσα στα όργανα κι ένα τόσο δεμένο rhythm section, που πηγαίνει σαν τρένο! Τα δυναμικά breaks, τα ευρηματικά riffs και τα σκληρά ακόρντα χτυπάνε σαν γροθιά στο στομάχι και δεν σε αφήνουν ούτε δευτερόλεπτο να πάρεις ανάσα. Μελωδίες μεστές και απέριττες (που, παρόλα αυτά, γεμίζουν τον ήχο), φωνητικά με προσωπικότητα και ένας πηγαίος τσαμπουκάς, που στηρίζεται στα απολύτως απαραίτητα συστατικά : μια κιθάρα, μπάσο, τύμπανα! Η παραγωγή είναι πολύ καλή και καταφέρνει να αναδείξει το ύφος του γκρουπ, χωρίς να «θάψει» κανένα όργανο (φαινόμενο σύνηθες και δυσάρεστο). Εμφανής είναι και η θετική επίδραση του χρόνου, ως προς την εκτελεστική ικανότητα των μουσικών. Ένας δίσκος που, πραγματικά, δίνει ανάσα στην αθηναϊκή σκηνή. Οι Kyuss και οι Queens Of The Stone Age πρέπει να είναι περήφανοι!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured