Δύο χρόνια μετά το «Υλικό Ονείρων» ο Μανώλης Λιδάκης επανέρχεται με ένα νέο δίσκο που φέρει τον τίτλο «Το κλειδί». Ο Μανώλης Λιδάκης αναμφισβήτητα είναι μια από τις πιο ιδιαίτερες και μαγικές φωνές που υπάρχουν στη σύγχρονη ελληνική μουσική σκηνή. Ο αισθαντικός και ξεχωρίστός τρόπος ερμηνείας του σίγουρα μπορεί να δώσει μεγάλη αξία και στα πιο απλά κομμάτια, όπως και στην συγκεκριμένη δουλειά. Έντεκα νέα κομμάτια γραμμένα από πολλούς και διάφορους καταξιωμένους δημιουργούς, καθώς επίσης και μια επανεκτέλεση του «Ήπια τα χείλη σου και χάνομαι» του Άκη Πάνου, συμμετέχουν στη νέα αυτή δουλειά. Τα κομμάτια αν και φέρουν δημιουργικά την υπογραφή του Τάκη Μπουρμπά, Χρήστου Νικολόπουλου, Σόφης Παππά, Χρίστου Τσιαμούλη, Μανώλη Καραντίνη, Θοδωρή Γκόνη, Λίνας Δημοπούλου και Σοφίας Θωμοπούλου, δυστυχώς δεν καταφέρνουν να γίνουν κάτι παραπάνω από αξιοπρεπή τραγούδια, γραμμένα ακριβώς για το ύφος του Μανώλη Λιδάκη. Ακούγονται μεν ευχάριστα, αλλά πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ακολουθούν κλασικά μοτίβα και την παλιά καλή συνταγή του ελαφρολαικού κυρίως ήχου που ταιριάζει απόλυτα με την φωνή του Μανώλη Λιδάκη - και με στίχο που επίσης ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Δυστυχώς, πέραν της φωνής του Λιδάκη, τα τραγούδια αυτά δεν παρουσιάζουν κάτι νέο και ενδιαφέρον, είναι απλοικά δίχως ίχνος πρωτοτυπίας, ακούγονται ουδέτερα και δεν σε δεσμεύουν να ανιχνεύσεις την έτσι κι αλλιώς χαμηλή δυναμική τους. Τα μόνα κομμάτια που ξεχωρίζουν είναι το «Δαχτυλιδάκια του καπνού», το «Αργυρώ» αλλά και η επανεκτέλεση στο κομμάτι του Άκη Πάνου. Τελικά οι έτοιμες συνταγές δεν πιάνουν πλέον. Όταν έχεις τέτοιους ερμηνευτές είναι κρίμα και άδικο να επαναπαύεσαι απλά στο ταλέντο και την ιδιαιτερότητά τους και να παράγεις κάτι που ξεπατηκώνει και βασίζεται απροκάλυπτα σε παλαιές και σίγουρες φόρμες, απλά και μόνο γιατί αυτό πρέπει να γίνει, λόγω ενός δισκογραφικού συμβολαίου. Και είναι ακόμα πιο κρίμα όταν περιμένεις καιρό για να ακούσεις τη νέα δισκογραφική δουλειά ενός καλλιτέχνη – πολλώ δε μάλλον όταν είναι αποδεκτός και από κόσμο που μπορεί να μην καν ακολουθεί την σκηνή στην οποία ανήκει. Φυσικά και τέτοιες κινήσεις πλήττουν την ίδια τη δισκογραφία, που αντί να στηρίζονται σε μια ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά, ακολουθούν πιστά συνταγολόγια και εργοστασιακούς ρυθμούς παραγωγής, επωφελούμενα από ένα (διαρκώς μειούμενο) κοινό που απλώς χαίρεται να απολαμβάνει ανικανοποίητο τη στόφα ενός ερμηνευτη. Και σημειώνουμε: Καλή δουλειά δεν σημαίνει απαραιτήτως κάποια μορφή διαστιλιστικού πειραματισμού, αλλά πολλές φορές απλώς ...έμπνευση.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured