Ακούγοντας την πρώτη προσωπική δουλειά του Παύλου Παυλίδη, αβίαστα ξεπηδά η σκέψη ότι πρόκειται για την πιο ώριμη δουλειά του μέχρι τώρα, στο ξεκίνημα μιας πλέον κατασταλαγμένης πορείας. Αφελέστατο σκεπτικό και σύντομα εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι, παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή. Η ολοκλήρωση του κύκλου των Ξύλινων Σπαθιών – θα αποφύγω σκόπιμα να χρησιμοποιήσω την λέξη διάλυση ή οποιαδήποτε άλλη καταστροφικής έννοιας έκφραση, απαγκιστρώνει τον καπετάνιο από τη βαρύτητα (βαρύτητα των αποφάσεων, βαρύτητα της γης) και τον απελευθερώνει στη λεωφόρο της αναζήτησης των εναλλακτικών του εγώ. Από εκεί και πέρα, όσο ο καπετάνιος υπάρχει, ζει, βασιλεύει και δημιουργεί, το καράβι υπάρχει και ο νοών νοείτω.Εξίσου ανώφελο θα ήταν το να προσπαθήσει κανείς να προσεγγίσει τη ρότα που ξεκινάει να χαράσσει με αυτό το album, μιας και σε αυτό το μοναχικό ταξίδι σημασία θα έχουν οι πολυσυλλεκτικές εμπειρίες και η επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου περνάει σε δεύτερη μοίρα.Δευτερόλεπτα μετά τις πρώτες νότες της εισαγωγής του album βυθίζεσαι. Ο Παυλίδης με αυτή τη δουλειά του δίνει κάτι παραπάνω από τους πανέμορφους απέριττους στίχους στους οποίους μας έχει καλομάθει, πάγια απόμακροι από κάθετί εύηχο, ευκολόπεπτο και πιασάρικο. Δημιουργεί ακουστικά ποιήματα με πανέμορφες μελωδίες και σεμνούς εσωτερικούς ρυθμούς που θαρρείς πως μοιάζουν με αιθέρια βαλσάκια που φτιάχτηκαν για να λικνίζουν τις βαλκυρίες σαν τις χαϊδεύουν οι τελευταίες ηλιαχτίδες του ηλιοβασιλέματος, κάνοντας τα σύννεφα διάπυρα μπροστά στην ομορφιά τους. Ο μουσικός καμβάς σκιαγραφείται από μια αυστηρά ακουστική παλέτα οργάνων με κυρίαρχη την ακουστική & την κλασική κιθάρα με πανέμορφες πινελιές εγχόρδων (τσέλο, κοντραμπάσο) και πνευστών (ινδικό φλάουτο, τρομπέτα), ντυμένα διακριτικά με την παρουσία πλήκτρων. Με άξονα αυτά τα εργαλεία, δημιουργεί ένα απόλυτα ισορροπημένο και ομοιόμορφο album γράφοντας τη μουσική για 12 μοναδικές αφηγήσεις, 4 εκ των οποίων είναι ορχηστρικές.Δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ στα κομμάτια που ξεχωρίζουν, μαγεύοντας από το πρώτο κι’όλας άκουσμα. Το “μόχα” με τη μελωδία του πιάνου να παρασύρει σα φτερούγισμα ταξιδιάρικου πουλιού και τη σαγηνευτική “σπασμένη πολυθρόνα” με τον πανέμορφο ρυθμό να τυλίγει και να τυλίγεται συνάμα με τη φωνή και τους στοίχους. Ακολουθούν το ομώνυμο “αφού λοιπόν ξεχάστηκα” και “ο κηπουρός” με τους νοσταλγικούς στοίχους… “μέσα στον κήπο της δικιάς μου μοναξιάς, κάτι παιδιά μου γκρέμισαν το φράχτη, μου είπαν σε είδαν πάλι απ’ έξω να περνάς, κι’ έπειτα είπαν η αγάπη θα ‘ρθει ...θα ‘ρθει”. Εξίσου παραμυθένιες και οι σιωπηλές στιγμές των instrumental κομματιών, της εισαγωγής, της “άμαξας” και του “last call to Paris” που αφηγούνται με τον δικό τους τρόπο, όπως άλλωστε και η πανέμορφη μουσική ατμόσφαιρα από “τα περιστέρια”.Το να επεκταθεί κανείς μιλώντας για στροφή στις συνθέσεις και στη γραφή του Παύλου είναι μάταιο, όπως μάταιο θα είναι να προβλέψει κανείς για το πού θα βγάλει το δισκογραφικό ταξίδι που ξεκινάει με αυτό το παρθενικό solo album μετά από μια μακροχρόνια θητεία μέσα σε groups. Το ταξίδι δίπλα του, μοιάζει συναρπαστικό και προς το παρόν δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από το να αφεθούμε να απολαμβάνουμε δίπλα του κάθε του στιγμή σε κάθε ευκαιρία που μας δίνει. Ο Παυλίδης ήταν και είναι μια ιδιαίτερη φιγούρα πάνω στο πάλκο, κρατώντας πράγματα που μόνο από εκείνη τη θέση μπορεί να μοιραστεί. Θα τα πούμε στη σκηνή...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured