Για πρώτη φορά ο Δημήτρης Μπάσης απευθύνεται σε πολλούς ταυτόχρονα δημιουργούς, συλλέγοντας έτοιμα λαϊκά τραγούδια, από ζεϊμπέκικα ως μπαλλάντες. Μια λουστραρισμένη δουλειά με όλα τα κλισέ του λαϊκού, εντέχνου, αλλά σε μερικές της στιγμές μιας ολόκληρης σχολής που υπηρετεί ο Νότης Σφακιανάκης. Και δεν το λέω υποτιμητικά (άλλωστε κι εκείνος έχει δώσει κάποια αξιοπρεπή δείγματα δουλειάς, ανάμεσα βέβαια από τόνους κακότεχνου και κιτς υλικού), μόνο που είμαι σίγουρη ότι πολλοί από τους λάτρεις της φωνής του θα το θεωρούν. Επιπρόσθετα, η διάκριση 'ποιοτικών' κι 'εμπορικών', 'έντεχνων λαϊκών' και 'φτηνών λαϊκών' τείνει να γίνει όλο και πιο δύσκολη σε ισχνές δισκογραφικές μέρες -και δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό. Ο ομώνυμος δίσκος του Δημήτρη Μπάση είναι κατά βάση ένας δίσκος "λαϊκός", που θα μπορούσε να ήταν και καλοφτιαγμένος, αν υπήρχε λίγη μεγαλύτερη φαντασία στην ενορχήστρωση, πιο διακριτικός, αν δεν υπήρχε το άγχος "και για ένα τσιφτετέλι", "και για ένα βαρύ ζεϊμπέκικο, να λιώσουν οι πίστες" και εν τέλει πιο ελκυστικός για κάποιον μη ορκισμένο φαν της -πολύ αξιόλογης βέβαια- φωνής του. Στο πλαίσιο αυτό δύσκολα απογοητεύει κάποιον φίλο της μουσικής του, αλλά δεν πείθει, παράλληλα, για την έλλειψη άγχους να στριμωχτούν τα πάντα "για να πιάσει κάτι": Μια μπαλάντα με ηλεκτρική κιθάρα, 80s σκηνικό και ολίγο στόμφο, "Η Ζωή" (σε μουσική Θοδωρή Λαχανά και στίχους Φίλιππου Γράψα), μια παραδοσιακή/λαϊκή μπαλλάντα του Γιώργο Μουκίδη ("Ουρανέ"), ένα αρκούντως κιτς "Ωπα ρε παιδιά", αλλά ενδεικτικό της νοοτροπίας του δίσκου και απαραίτητο για την έναρξη του φετεινού προγράμματος στην «Ιερά Οδό», με τους Μητροπάνο και Τερζή ("Ωπα ρε παιδιά, τι γίναμε, ποιοι μείναμε να στέλνουμε φιλιά, και χαιρετίσματα να πάνε όλα καλά" (!) [...] "συνοδοιπόροι φιλαράκια, έξω ντέρτια και ροκάκια, η ζωή μας ένα πάλκο λαϊκό"), λίγη από κλασική λαϊκομιζέρια με ρουτινιάρικη μελωδία ("Ξάνθη": "εσύ το 88 μαθήτρια Γυμνασίου κι εγώ να λιώνω στους κημούς του Στράτου Διονυσίου"), ένα βαρύ "Σαν τσιγάρο" (Σαν τσιγάρο μου σε πίνω, κι απ'αγάπη μου σε σβήνω") που καλύτερα θα έκανε να το έλεγε ο Notis, μια φτηνή άσκηση σε τσιφτετέλι ("Ανάθεμά σε") και πάει λέγοντας.Τελικά δεν μας κάνει εντύπωση η παρουσία των ονομάτων των Αλέκου Χρυσοβέργη και Σπύρο Γιατρά (που έγραψαν βέβαια και το καλό πιασάρικο ζεϊμπέκικο "Τριαντάφυλλο") και Γιώργου Μουκίδη, στα credits των συντελεστών του δίσκου. Είναι οι άνθρωποι που χάρισαν στον Σφακιανάκη τις μεγαλύτερες μέχρι τώρα επιτυχίες του κι εδώ μας δίνουν μερικές από τις καλές στιγμές τους, με τον δεύτερο να δίνει τα καλύτερα μέχρι τώρα δείγματα γραφής του στα "Παραπονεμένα Μάτια" και "Μανεδάκι" (με το όμορφο στιχάκι του Ηλίας Κατσούλης). Και κάπου χωμένα βρίσκονται κομμάτια που δεν επιχειρούν σε αρπάξουν με σουξεδιάρικες τακτικές ή τουλάχιστον λιγότερο μανιερίστικα. Όπως το "Ακου", μια υπέροχη μπαλλάντα γραμμένη με ένα λιτό πιάνο (σε στίχους Φώτη Πετρίδη, και μουσική Παναγιώτη Κατσιμάνη -πρώην μέλος του γκρουπ «Ενδελέχεια»). Εντέλει, μέσα στο στυλιστικό μπάχαλο και τις αντίρροπες δυνάμεις σουξέ και απλή λαϊκή ομορφιά δίχως συνταγές και άγχη κάτι τέτοια τρυφερά μελωδικά κουβεντολόγια είναι που λάμπουν...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured