Oι μεγάλες προσδοκίες είναι επικίνδυνη κατάσταση διότι στην περίπτωση της απογοήτευσης, συνήθως ακολουθεί η κατάρρευση. Αυτό σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Κάτι παρόμοιο συναντάται και στη μουσική βιομηχανία. Κάθε ένας από εμάς έχει κάποια πιστεύω και ορισμένες πάγιες αξίες και βαδίζει πάντοτε σε πλήρη σύγκλιση με αυτά. Αν κάποια στιγμή αυτές οι αξίες κατακρυμνιστούν από έναν εξωγενή παράγοντα, χάνεις όλες σου τις ελπίδες. Που κολλούν όλα αυτά στους Raining Pleasure; Πολύ απλά στο γεγονός ότι για 8 μήνες περίπου όλοι ήταν σίγουροι ότι ο τρίτος δίσκος της πατρινής μπάντας θα ήταν το διαμάντι της τρέχουσας ελληνικής δισκογραφίας. Αδυνατώ να φανταστώ τι αντίκτυπο είχε όλη αυτή η ανυπομονησία στην μπάντα, αλλά κρίνοντας από το τελικό αποτέλεσμα, θαρρώ πως λειτούργησε αποκλειστικά υπέρ τους. Συνοψίζοντας τις αερολογίες, οι RP δεν απογοήτευσαν κανένα. Έκαναν το δύσκολο εγχείρημα, έγραψαν μεγάλα τραγούδια και κυκλοφόρησαν το δίσκο της χρονιάς που μόλις μας άφησε.Eίναι αρκετά δύσκολο να αντιπαθήσεις αυτό το δίσκο. Ενδέχεται οι αυστηροί ακροατές να διαπιστώσουν μία μικρή κοιλιά μετά το πρώτο μισάωρο, αλλά η δύναμη των τεσσάρων κομματιών που ξεχωρίζουν, γρήγορα γεφυρώνει το χάσμα. Εκτιμούμε σαφώς τα τραγούδια, είμαστε όμως πάντοτε υπέρ του συνόλου. Οπότε συνολικά κρίνοντας το δίσκο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία θλιβερή αλλά απτή πραγματικότητα. «Για ελληνικό, καλό είναι». Η συγκεκριμένη ατάκα, είναι κατά τη γνώμη μου ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να ειπωθεί για το Flood. Και δεν ισχύει μόνον εδώ. Και στον κινηματογράφο αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης που δεν θεωρούνται ανέγγιχτες από κριτική, αυτή η μίζερη αποστασιοποιήση συναντάται αρκετά έως πολύ συχνά. Το χειρότερο είναι ότι έχει γίνει τόσο αυτόματη, που ώρες ώρες πέφτουμε και εμείς σε τέτοιες παγίδες, ενώ προσπαθούμε συνειδητά να το αποφεύγουμε. Η ουσία όμως είναι ότι το Flood, για παγκόσμια κυκλοφορία, καλό είναι. Μπορεί να ακούγεται λίγο και άδικο αυτό το «καλό», αλλά έχω την αίσθηση πως και η ίδια η μπάντα, κάτι τέτοιο επιχειρεί να αποκτήσει από την αντιμετώπιση του τύπου. Αλλιώς δεν θα είχε τον Coti K. παραγωγό ούτε θα απέπνεε τόση δουλειά ένας δίσκος που είναι μεν ποπ, αλλά ίσως η πιο επεξεργασμένη ποπ που ακούσαμε φέτος, παγκοσμίως μιλώντας. Ενδέχεται φυσικά, η ίδια η μπάντα να μην θέλει καν να παίξει αυτό το παιχνίδι της ενδεχόμενης παγκόσμιας καταξίωσης, αλλά να αισθάνεται ότι θέλει πραγματικά να μας δώσει ένα μικρό αριστουργήμα γιατί έτσι νιώθει. Ακόμα καλύτερα λοιπόν. Και εδώ που τα λέμε, το δεύτερο σκεπτικό ίσως να είναι και πιο φυσιολογικό αν το σκεφτούμε καλύτερα. Οι 2 ή 3 χιλιάδες αποδέκτες του Flood, θα ευχαριστηθούν και θα σκεφτούν τα καλύτερα πράγματα γι’αυτά τα παιδιά. Μαζί και εμείς. Υπάρχει άραγε κάτι καλύτερο από αυτό; Τα λεφτά θα πείτε ορισμένοι. Έστω.Ίσως τελικά μία τέτοια ανάλυση να μην ήταν απαραίτητη, όταν έχουμε να κάνουμε μέ έναν ακόμα ποπ δίσκο. Ίσως θα έπρεπε να πούμε και εμείς για τις επιρροές των James, των Pulp, της electro-pop των 80’s, και της γενικότερης κιθαριστικής βρετανικής σκηνής. Αν είστε όμως από αυτούς που όλα αυτά τα προηγούμενα δεν αποτελούν ακούσματα πλέον εδώ και 3 χρόνια, όπως για τον υπογραφόντα, τότε θα εκπλαγείτε ακόμα περισσότερο από το Flood. Και εκεί είναι τελικά όλη η δύναμη του. Αναμασώντας οικείες και ξεπερασμένες ηχητικές τεχνικές, κατορθώνει να χρίζεται το αποκορύφωμα της ελληνικής ποπ για το έτος 2001. Αν μη τι άλλο, τέτοιο κατόρθωμα πρέπει να ανταμοιφθεί.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured