Στην εποχή της αποτίμησης των πραγμάτων με ζυγαριές που μετράνε μέσους όρους, αυτό που κυρίως έχει χαθεί είναι η ψυχραιμία. Φοβάμαι δηλαδή ότι οι σύγχρονοι ακροατές καινούριων κυκλοφοριών –όσοι έχουν μάθει να ζουν με δίσκους ολόκληρους, αυτοτελείς και ελεύθερους– ακούν πλέον τα δεκαδικά νούμερα, το hype (ή το μη hype), τη φυτεμένη εντύπωση, παρά τη σάρκα και τα οστά της ίδιας της ηχογράφησης.

Έχω πέσει κι εγώ θύμα, αρκετές φορές· όπως κι εσύ που διαβάζεις το κείμενο, αλλά κι εσύ που δεν το διαβάζεις. Μπορεί να δηλώνουμε ελεύθεροι των νέων δεσμεύσεων που έχουν δημιουργήσει αυτοί οι περίεργοι μα και πολλά υποσχόμενοι καιροί μουσικής κατανάλωσης, αλλά συχνά δεν αφήνουμε την έκπληξη μίας ακρόασης να μας συναντήσει, γιατί είμαστε υποψιασμένοι ή μάλλον καχύποπτοι για το τι θέλουμε να περιμένουμε. Το μυστήριο, το αναπάντεχο, μοιάζει με υπερτιμημένο ρομαντισμό, ενώ θα έπρεπε να είναι το πρώτιστο αίτημα.

Κι αν μια τέτοια εισαγωγή μοιάζει περιττή ή ίσως ακόμη και άσχετη με το κριτικό κείμενο πάνω στη δεύτερη κυκλοφορία των Big Thief για τη φετινή χρονιά, στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να είναι πιο σχετική. Γιατί η αμερικάνικη τετράδα έχει πέσει θύμα ακριβώς αυτής της νέας προσέγγισης: οι σύσσωμα υψηλές βαθμολογίες από τον Τύπο και (ως λογικό επόμενο) το θετικό hype που ακολούθησε, πυροδότησε μία συζήτηση γύρω από την ύπαρξή τους η οποία αναλώνεται σε πολλά άλλα σημεία, εκτός από την ουσία –τόσο από τους τυφλούς πιστούς, όσο και από τους Metacritic τιμωρούς.

Και η ουσία δεν είναι δα και τόσο πολύπλοκη· ένα ερώτημα είναι, χωρίς εύκολη απάντηση. Αλλά το θέμα είναι να το θέσουμε το ρημαδιασμένο, πριν ξεκινήσουμε να ακούμε τους εαυτούς μας να μιλάνε: πώς στο διάολο ξεχάσαμε να συνδεόμαστε με τον εαυτό μας, με τον άνθρωπο που κάθεται δίπλα μας, με τον πλανήτη που μας τρέφει; Πού χάσαμε τη μαγεία της ουσιαστικής επαφής, της οικειότητας, της ανάγκης να αγγίζουμε και να αγγιζόμαστε, σωματικά και ψυχικά;

Η ολοζώντανη ηχογράφηση των δέκα νέων τραγουδιών που συνθέτουν το Two Hands πραγματοποιήθηκε στο στούντιο Sonic Ranch, στην έρημο του El Paso· και συλλαμβάνει την ουσία όσων διψά να κοινωνήσει η μπάντα. Αν στο U.F.O.F. κρύβονταν πίσω από ένα απόκοσμο και μυστηριακό πρίσμα για να εκφράσουν την ανησυχία της ύπαρξης, στη νέα τους –φοβερά επείγουσα και οριακή– δουλειά προτάσσουν το ωμό, το σκληρό, το άμεσο, το τρυφερό, το αγωνιώδες, το αληθινό τους πρόσωπο. Ο ιδρώτας, οι ανάσες, τα χαμόγελα και οι σκέψεις μέσα στο στούντιο, ακούγονται και στην ηχογράφηση. Και, κάπως έτσι, οι Big Thief αυτοπραγματώνονται: οι λέξεις και τα νοήματα γίνονται αδιαχώριστα των μελωδιών. Πρώτα ακούς το κάψιμο από τα δάκρυα στα μάτια και μετά το βιώνεις πάνω σου.

Δεν ξέρω πόση σημασία έχει να μιλήσουμε για συγκεκριμένα κομμάτια. Γιατί δεν είναι ούτε η συγκινητική μελωδία του “The Toy”, ούτε τα γρυλίσματα στο “Wolf”, ούτε η ανατριχιαστική ατμόσφαιρα του “Cut My Hair”, ούτε η αφοπλιστική ανθρωπιά του “Forgotten Eyes”, ούτε ο περήφανος, σκληροτράχηλος λυρισμός του “Shoulders”, ούτε καν η αριστουργηματική, συναισθηματική κλιμάκωση του “Not” που καθορίζουν το αποτύπωμα του δίσκου. Είναι, αντιθέτως, η συνεχής αίσθηση πως η μπάντα βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο, σε κοιτάζει στα μάτια και παίζει κάθε φορά το Two Hands από την αρχή, μόνο για εσένα. Αν χάνουν κάτι στο εκτόπισμα των συνθέσεων ή στην ολοφάνερα indie αισθητική, οι Big Thief το κερδίζουν πίσω μέσα από αυτό το αβίαστο αίσθημα οικειότητας, αυθεντικής επαφής, ζεστής συντροφιάς και ψυχικής εγγύτητας ανάμεσα στους ίδιους και στον ακροατή.

Έχει επίσης αξία να σταθεί κανείς στη δυνητικά κλασική τηλεοπτική τους εμφάνιση στο Late Show του Stephen Colbert, καθώς εκεί κρύβεται όλη η αλήθεια πίσω από την ύπαρξη της συγκεκριμένης μπάντας. Η Adrianne Lenker στα φωνητικά και την κιθάρα, ο Bruce Meek στη δεύτερη κιθάρα, ο Max Oleartchik στο μπάσο και ο James Krivchnenia στα ντραμς –σαν ξωτικά, αλλά και ως απολύτως ανθρώπινα όντα– ανταλλάσσουν βλέμματα αγάπης, σωματικά και συνωμοτικά· σαν να γνωρίζουν μόνο οι ίδιοι το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου, φροντίζοντας όμως να το διασπείρουν γενναιόδωρα μέσα στα τραγούδια τους.

Και το μυστικό, είναι το προγενέστερο ερώτημα –το μόνο ερώτημα που μετράει. Θα το αντιληφθούν όμως μόνο όσοι δεν έχουν ξεχάσει να ακούν στους δίσκους τη σάρκα και τα οστά, αντί για τα ψυχρά δεκαδικά. Οι Big Thief είναι η απάντηση στο ερώτημα, μπορεί να είναι και η ίδια η αλήθεια.

{youtube}UIcVwH47uxQ{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured