Την εποχή που κυκλοφόρησε ο τελευταίος δίσκος των Tool 10.000 Days (2006) δεν υπήρχαν τα social media, η παγκόσμια οικονομική κρίση ήταν επιστημονική φαντασία και πρόεδρος της Αμερικής ήταν ο (ξεχασμένος) Τζορτζ Μπους o Νεότερος. Από τότε ως το φετινό Fear Inoculum, μεσολάβησαν 13 χρόνια –όσο δηλαδή διήρκεσε ολόκληρη η καριέρα των Led Zeppelin

Η τεράστια απουσία των Tool από την επικαιρότητα, όχι μόνο δεν τους έκανε να ξεθωριάσουν στη μνήμη του κόσμου, αλλά με έναν παράξενο τρόπο ενίσχυσε τις μυθικές τους διαστάσεις. Βέβαια, η επιτυχία τους πήγαινε πάντα κόντρα στα δισκογραφικά δεδομένα και στη λογική του μάρκετινγκ: η μουσική τους δεν ακολουθούσε κανένα εποχικό trend, τα ραδιοφωνικά τους single ήταν ελάχιστα, τα μέλη διατηρούσαν ένα απόμακρο και καθόλου προσβάσιμο προφίλ (ο τραγουδιστής τους είχε μάλιστα αποκαλέσει τους fans «ανυπόφορους»), οι συναυλίες τους ήταν περιορισμένες και πολύ ακριβές, ενώ συνήθιζαν να αφήνουν ...κιουμπρικικές αποστάσεις ετών ανάμεσα στα άλμπουμ τους. 

Η ψηφιακή εποχή υποδέχτηκε λοιπόν με ανοιχτές αγκάλες το Fear Inoculum. Ξαφνικά, ένα συγκρότημα που δεν υπήρχε καν στις streaming πλατφόρμες, έκανε μια απλή αλλαγή στο cover της σελίδας του στο Facebook (ανακοινώνοντας έμμεσα την επιστροφή) και προκάλεσε αληθινό πανικό, που έριξε το ίντερνετ

Φυσικά, αυτό συμβαίνει όταν είσαι μπάντα με σημαντικό πολιτιστικό αποτύπωμα. Οι Tool δεν είναι γκρουπ που κυκλοφορεί 3-4 καλά τραγούδια μαζί με 7-8 συμπληρώματα, ανά 24μηνο. Προστάτευσαν καλά το brand name τους και δεν εκτέθηκαν. Η ανυπομονησία μιας τεράστιας μερίδας κοινού για λίγα ψίχουλα νέας μουσικής ήταν έτσι πρωτόγνωρη, παρ' όλο που 2 από τα τραγούδια του καινούριου δίσκου ακούγονταν σταθερά στην ευρωπαϊκή τους τουρνέ την περασμένη Άνοιξη. Η ανάγκη του κόσμου είχε πάντως χτυπήσει κόκκινο όταν βγήκε το "Fear Inoculum", το οποίο πρέπει να ακούστηκε εκατομμύρια φορές σε ιδιωτικές ακροάσεις, στις πρώτες ώρες που απελευθερώθηκε ψηφιακά.

Με τη χρονική συγκυρία και τη συνθήκη προσμονής απαιτήσεων που όφειλα να περιγράψω παραπάνω, ο προπομπός αυτός, το 10άλεπτο "Fear Inoculum", δεν ήταν το metal έπος που θα προκαλούσε ρίγη και υστερίες –τουλάχιστον σαν εκείνες που προξένησε η αλλαγή του cover στο Facebook. Ύστερα από αντίστροφη μέτρηση ημερών μετά τα πρώτα εκατομμύρια ιδιωτικών ακροάσεων, η πλειονότητα όσων τις έκαναν ...απλώς άλλαξε σταυροπόδι στον καναπέ. Ανάλογες ήταν και οι αντιδράσεις μετά την ακρόαση ολόκληρου του δίσκου, που κυκλοφόρησε την τελευταία μέρα του Αυγούστου. 

Το Fear Inoculum έδινε στους ακροατές αυτό ακριβώς που περίμεναν από τους Tool: τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο. Με προσοχή και με ασφαλείς επιλογές, για να μην μείνει κανείς παραπονεμένος. Χωρίς μεγαλεία, αλλά και χωρίς μετριότητες, ώστε να μην έχεις το δικαίωμα να τους προσάψεις τίποτα κακό. Κανείς δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι, μετά από 80 λεπτά, το αληθινά σπουδαίο τραγούδι δεν ήρθε ποτέ και πως το πύρινο πάθος του εμβληματικού Aenima (1996) και του –ανυπέρβλητου, κυριολεκτικά– Lateralus (2001), απουσίαζαν. 

Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. 

Κάθε ένα από τα έξι τραγούδια που απαρτίζουν το άλμπουμ, ξεπερνάει σε διάρκεια τα 10 λεπτά. Η (κάπως αυτάρεσκη) φιλοδοξία και το πομπώδες (υπερφίαλο, θα έλεγαν κάποιοι) προφίλ του αποτυπώνονται ξεκάθαρα, αλλά αυτό δεν είναι κακό. Μπορεί να έχουμε συνηθίσει πια τα διπλά CD και τις ειδικές εκδόσεις, αλλά το Fear Inoculum θέλει να δηλώσει περίτρανα ότι προέρχεται από μια μακρινή εποχή, όταν ο διπλός δίσκος (όπως το Physical Graffiti και το Quadrophenia) σήμαινε ότι ο καλλιτέχνης είχε «καταφέρει» κάτι μεγάλο. Τώρα λοιπόν που βγήκαν οι βιαστικές κριτικές, τα προχειρογραμμένα clickbait κείμενα και ξεθύμαναν οι ενστικτώδεις αντιδράσεις, μπορούμε ήσυχα να μιλήσουμε για τη μουσική

Τα 6 κεφάλαια που αποτελούν τη νέα ραψωδία των Tool κρύβουν μέσα τους πολλά πράγματα για να θαυμάσεις· και στις στρώσεις των τραγουδιών κυοφορούνται ποικίλες απολαύσεις, οι οποίες κρύβονται η μία μέσα στην άλλη. Το εναρκτήριο "Fear Inoculum" διαθέτει μια άγρια επιφάνεια, που με επαναληπτικές ακροάσεις μπορεί να σε βυθίσει σε ψυχεδελικά μονοπάτια με σκιώδεις εικόνες. Το κιθαριστικό riff του "Pneuma", που διαγράφει ομόκεντρους κύκλους σαν δερβίσης από την κόλαση, προκαλεί νιρβάνα. Αφού σε έχει μάλιστα παρασύρει στον ρυθμό του, το σφυροκόπημα στο τέλος του τραγουδιού στα σκάει στον εγκέφαλο, με τον Maynard James Keenan να μιλάει σαν γκουρού προφήτης στο ποίμνιό του: «we are Born of One Breath, One Word. We are all One Spark». 

Πραγματικά, ελάχιστοι μπορούν να συνδυάσουν συσσωρευμένη οργή με τρυφερό λυρισμό, όπως ο τραγουδιστής των Tool. Προσέξτε την τεχνική του και στο “Descending”, όταν τραγουδάει «stir us from our - wanton slumber». Χάρη στη μαθηματική ανάπτυξη του κομματιού, μεταβολίζεις μέσα σου την έννοια των hard rock/heavy metal κλισέ σε πατροπαράδοτη, άφθαρτη αξία, που είναι ιερό καθήκον να διατηρηθεί, σαν την προφορική παράδοση. Οι δε κιθάρες του Adam Jones στο στιβαρό σόλο του δεύτερου μέρους και το ψυχεδελικό βάθος της παραγωγής, σου θυμίζουν τι σημαίνει επιμονή, άσβεστη φλόγα και πάθος για το κουπλέ που θα τραγουδιέται για πάντα. 

Το βαρβάτο κιθαριστικό ανάπτυγμα του “Invincible” δοξάζει τις ψυχεδελικές heavy ρίζες του και περιφρονεί το freak show του nu-metal και τη σκληροτράχηλη macho λίγκα πολλών «παραδοσιακών» metalheads. Mετά τη μέση του τραγουδιού, οι κιθάρες τραβάνε όλους τους progressive χυμούς των 1970s, για να τους σερβίρουν σε μεσαιωνικό περιτύλιγμα με όχημα την εσωτερική σύγκρουση ενός έκπτωτου πολεμιστή. Και το καταιγιστικό φινάλε, εμπεριέχει όλη εκείνη τη μελωδικότητα που είχε εγγενώς χαραγμένη στο DNA του το progressive metal. Στο “Invincible” βρίσκονται επίσης οι καλύτερες και οι πιο ευρηματικές κιθάρες του Jones, ο οποίος κάνει την υπέρβαση λίγο πριν τον κατακλυσμό του τέλους. Το ατμοσφαιρικό “Culling Voices”, πάλι, με τις φωνητικές αρμονίες, τις κυκλωτικές κιθάρες και τις αγωνιώδεις διακυμάνσεις, στοιχειοθετεί μια επιστροφή στη σιγουριά του Tool παρελθόντος: θα έβρισκε άνετα μια θέση στο 10.000 Days, κάπου μετά το “Right In Two”.

Ωστόσο, το συστατικό που δίνει όλη τη γεύση στο Fear Inoculum είναι τα συγκλονιστικά ντραμς του Danny Carey. Η τρελή πολυρρυθμία, τα ξεσπάσματα, η ταχυδακτυλουργική ταχύτητα και ο τρόπος με τον οποίον κρατάει τα γκέμια των άλλων δύο μουσικών, είναι άξιος παρασημοφόρησης. Ο Carey ξεπερνάει τον εαυτό του εδώ και βάζω στην άκρη το (αμήχανο) ιντερλούδιο του “Chocolate Chip Trip”, στο οποίο κάνει απλά επίδειξη δύναμης (δεν ενδιαφέρει κανέναν αυτό). Η αντίληψή του στη μελωδία και το πώς χειρίζεται τις ήπιες και τις πιο δυνατές στιγμές του άλμπουμ είναι που τον κάνει να βγαίνει απόλυτα θριαμβευτής. Άλλωστε τα ιντερλούδια στους δίσκους των Tool (έχει μερικά η digital έκδοση) πάντα ήταν εξογκώματα, τα οποία χάλαγαν τη ροή της άψογης ακολουθίας των κομματιών.

Πέρα από το βάθος των τραγουδιών και την ψιλοβελονιά στις αρμονίες, δεν μπορούμε βέβαια να παραβλέψουμε τα προβλήματα. Αν το Fear Inoculum έβγαινε το 2011 θα κρινόταν διαφορετικά και όλοι θα παραμιλούσαν από κεκτημένη. Όμως όλα έχουν τη σημασία τους και είναι φανερό ότι οι Tool έπεσαν σε σοβαρό writer’s block, για πολλά χρόνια. Από το δημιουργικό αδιέξοδο βγήκαν τρώγοντας λίγο από τα έτοιμα (το ψυχεδελικό εφέ που σηκώνει από το έδαφος το “Descending” το έχουμε ακούσει ίδιο στο “Reflection” του Lateralus), αλλά και επενδύοντας σε ατελείωτα, κάπως πλαδαρά, τζαμαρίσματα. Λείπουν τα ευρηματικά riff του Aenima. Λείπουν τα ευρηματικά riff, τελεία. Οι ιμπρεσιονιστικοί πειραματισμοί και το ελεύθερο jamming παίρνουν το πάνω χέρι και καλύπτουν το κενό.

Το άλλο πρόβλημα είναι το ότι οι Tool δεν είναι τετραμελές συγκρότημα, αλλά αποτελείται από 3+1 μελη. Σε όλη λοιπόν τη μακρά περίοδο ηχογραφήσεων, ο Maynard James Keenan βρισκόταν εκτός στούντιο, σε περιοδεία με τους A Perfect Circle. Σε κάθε του δε δημόσια εμφάνιση γινόταν όλο και πιο φανερό ότι προτιμούσε να κυκλοφορεί συλλογές με remixes για το προσωπικό project των Puscifer και να εμφιαλώνει τα κρασιά του στην Αριζόνα, παρά να ασχολείται με τους Tool. Εκτός από τα riff, έτσι, λείπουν και οι κλασικές του «κραυγές» –σήμα κατατεθέν του γκρουπ. Ειδικά στο “Culling Voices”, όταν λέει τα «don’t you dare point that on me», θα σήκωνε μια κραυγή. 

Αυτές βέβαια είναι προσωπικές προβολές και όχι καλλιτεχνική αστοχία. Ο δίσκος μπορεί να περάσει στην ιστορία, απλώς γιατί περιέχει το ε-π-ι-κ-ό  “7empest”. Ακριβώς το αριστούργημα, δηλαδή, που σε κάνει να νιώθεις ευγνώμων που σε μια εποχή πρόχειρων ηχογραφήσεων μαζικής παραγωγής και χειροποίητης αυτοέκφρασης, υπάρχουν over-produced δίσκοι με φιλοδοξία να τετραγωνίσουν τον κύκλο και που, πάνω απ' όλα, προκρίνουν τη δεξιοτεχνία. 

Το “7empest” αναδεικνύεται έτσι στο περιπετειώδες magnum opus που διαχωρίζει τους Tool από τους ανταγωνιστές τους, με μανιασμένο ρεφρέν («a-TEM-pest-must-BE-just-THAT»), με δαιδαλώδη δομή και με ντραμς και κιθάρες που βγάζουν περικοκλάδες. Είναι το τραγούδι που σε κάνει να συγχωρείς τα 13 χρόνια απραξίας, την εκνευριστική ειρωνεία του Keenan προς τους millennials, το writer’s block, τα κρασιά, την απόσταση, τα ανοικονόμητα τζαμαρίσματα, το hype, την αμηχανία της πρώτης ακρόασης, μερικούς κούφιους στίχους και όλα όσα προϋπήρχαν στη δισκογραφία των Tool και δεν βρήκες εδώ. 

Ας ηρεμήσουν λοιπόν οι «πιουρίστες» οπαδοί και ας μείνουν ως μόνοι πολέμιοι της επιστροφής των Tool αυτοί που λένε ότι «κοιμήθηκαν» στην ακρόαση –λες και το metal οφείλει να λειτουργεί σαν ενδοφλέβια καφεΐνη για να τσιτώσεις και όχι σαν καλλιτεχνική έκφραση. Οι Tool δεν χρειάζονται πια αναφορές στον Γιουνγκ, αριθμητικές ακολουθίες Φιμπονάτσι και μυστικιστικούς γρίφους για να θρέψουν τον μύθο τους. Μπορούν να είναι απλώς μια άψογη progressive rock μπάντα, με σχετική εμμονή σε κάθε λεπτομέρεια της παραγωγής και τελειομανία στο στούντιο. Αν τους κρατήσουμε έτσι στο μυαλό μας, όλοι βγαίνουν κερδισμένοι. Ακόμη κι αν δεν ξαναβγάλουν δίσκο ποτέ.

{youtube}wVjcmOKTqJc{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured