Αν κανείς ήθελε να βρει τους πλέον άδικους χαρακτηρισμούς που εφηύραν ποτέ οι μουσικογραφιάδες, δεν θα έκανε λάθος αν έβαζε στη λίστα του (και στην κορυφή της ακόμη-ακόμη) τον όρο «one-hit wonder». Φαινομενικά οι τρεις αυτές λέξεις μοιάζουν άκακες, όμως κρύβουν πίσω τους το ανάθεμα μιας θεμελιώδους αμφισβήτησης, μα κι εναν ιδιότυπο «ρατσισμό»: όχι μόνο απέναντι σε εκείνους στους οποίους απονέμεται η ετικέτα, αλλά και προς όσους δεν «αξιώθηκαν» ούτε καν στη μία, ευρείας αποδοχής δημιουργική στιγμή.

Η Αμερικανίδα Joan Osborne χρειάστηκε να κουβαλήσει αυτόν τον σταυρό σχεδόν από το ξεκίνημά της: το “One Of Us” –τραγούδι του Eric Bazilian των Hooters, μέσα από το πρώτο της στουντιακό άλμπουμ Relish (1995)– γνώρισε τεράστια επιτυχία (και στα μέρη μας), αλλά η εξάγγελός του δεν κατάφερε ποτέ έκτοτε να προσεγγίσει τέτοιας κλίμακας αποδοχή από κοινό, κριτικούς και διαμεσολαβητές. Κι ας διατήρησε μια παρουσία σταθερή, αν και όχι κραυγαλέα, ούτε αγχωμένη για επανάληψη περασμένων μεγαλείων. Όσο για την παρατήρηση ότι σπάνια τα smash hits διαθέτουν την ισορροπία και το context του δικού της τραγουδιού, αυτή μοιάζει να διέφυγε της προσοχής όλων...

Στο 3ο άλμπουμ διασκευών της καριέρας της (ναι, έχει κάνει και χριστουγεννιάτικα, αν αναρωτιέστε), η Osborne καταπιάνεται με την τραγουδοποιία του Bob Dylan, αγάπη την οποία είχε αποκαλύψει ήδη από το Relish, διασκευάζοντας το “The Man In The Long Black Coat”. Επιλέγοντας 13 τραγούδια από διάφορες εποχές της πορείας του Μεγάλου –στιγμές γνωστές, αλλά και κάποιες «κρυφές» (όσο μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο για τμήματα του εν λόγω ρεπερτορίου)– η καλλιτέχνιδα καταφέρνει να φτιάξει μια συλλογή που έχει υψηλή αξία επανεπισκεψιμότητας, έστω κι αν δεν καταφέρνει να σπάσει στεγανά όσο θα μπορούσε.

Η μεγαλύτερη επιτυχία της Osborne στην εν λόγω απόπειρά της είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις καταφέρνει να τοποθετήσει σε νέα κάδρα την τέχνη του Dylan, χωρίς να διαρρήξει τη σχέση με τους αρχετυπικούς της κώδικες. Κομμάτια δηλαδή όπως τα “Rainy Day Women #12 & 35” και “Highway 61 Revisited” αποκτούν στα χέρια της μια μυστηριακή ποιότητα, η οποία, όσο απομακρυσμένη μοιάζει από τη χαλαρή/ειρωνική διάθεση των original ηχογραφήσεων, άλλο τόσο κοντά παραμένει στο πνεύμα τους. Αλλού, πάλι, καταφέρνει να «σιδερώσει» τις μελωδικές γραμμές, αναδεικνύοντας διαδρομές που περισσότερο υπονοούνταν προηγουμένως, παρά υπήρχαν όντως εκεί. Προσέξτε για παράδειγμα πόσο όμορφα και εγκάρδια ρέει το “You Ain’t Goin’ Nowhere”, με τρόπο που ούτε οι Byrds του Sweetheart Of The Rodeo δεν κατάφεραν να αγγίξουν.

Αλλά η μαγεία δεν είναι πανταχού παρούσα στο Songs Of Bob Dylan –δυστυχώς. Μερικές εκτελέσεις αποδεικνύονται μάλλον τυπικές ή κάπως άνευρες: τα “Tryin’ To Get To Heaven”, “Spanish Harlem Incident”, ακόμα περισσότερο το κάποτε μανιασμένο “Masters Of War”, μοιάζουν να ψάχνουν απεγνωσμένα, αλλά μάταια, μια σπίθα. Από την άλλη, σε καμία περίπτωση δεν πέφτει το επίπεδο σε χαμηλές στάθμες: γίνεται προφανές εδώ ότι η Osborne μιλάει από καρδιάς, ότι διαθέτει βιωματική σχέση με το ρεπερτόριο κι ότι έχει επενδύσει χρόνο και σκέψη στο όλο εγχείρημα.

Ανεξάρτητα λοιπόν της στάθμης του τελικού αποτελέσματος, ο φετινός δίσκος της Joan Osborne σε φέρνει αντιμέτωπο με σκέψεις γύρω από κάποια κομβικά ερωτήματα. Πώς ακούγεσαι τωρινός χρησιμοποιώντας εργαλεία του χτες; Πώς κάνεις δική σου τη ματιά κάποιου άλλου; Πώς σέβεσαι χωρίς να καταντάς αδιάφορος; Πώς διαλέγεσαι με μία παράδοση χωρίς «εργολαβίες»; Εκείνη βρήκε πάντως διεξόδους ώστε να προσγειωθεί στην ηλιόλουστη πλευρά του δρόμου, όσον αφορά τις απαντήσεις· κάτι τέτοιο μόνο ως επιτυχία μπορεί να ειδωθεί τελικά.

«One-hit wonder», είπατε;

Ξανασκεφτείτε το.

{youtube}caOeydFeHok{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured