«Όποτε δουλεύω ένα κομμάτι, ξέρω πως βρίσκομαι στον σωστό δρόμο όταν κάτι με κάνει και γελάω. Αυτό σημαίνει ότι είναι εντελώς χαζό και ηλίθιο, γεγονός το οποίο με τη σειρά του οδηγεί στο συμπέρασμα πως έχω αποβάλλει για λίγο την προστατευτική επιφάνεια που περικλείει συχνά το γούστο μου».

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στην ίδια τη Laurel Halo και προσπαθούν να επεξηγήσουν μία από τις διαδικασίες που, εδώ και κοντά 10 χρόνια, γεννούν τους ιδιόμορφους μουσικούς της κόσμους. Δομώντας και αποδομώντας, αυτοσαρκάζοντας τον εαυτό της και αδιαφορώντας για κάθε λογής συμβατικότητες, καταφέρνει να δημιουργεί ιδιαιτέρως σοβαρή μουσική, ακριβώς επειδή δεν αποδίδει βάσιμη σοβαρότητα σε κανόνες και στερεοτυπίες.

Στις μουσικές της, εκτός των άλλων, techno beats βρίσκονται να συμβαδίζουν χέρι-χέρι με jazz πληκτρα και electro μπασογραμμές με art pop φωνητικές μελωδίες, ενώ παραδοσιακές φόρμες καταργούνται με υπέρμετρη ευκολία και νέες δημιουργούνται με χαρακτηριστική άνεση. Όπως γίνεται αντιληπτό από τα συμφραζόμενα, ταμπέλες και κατηγοριοποιήσεις δεν πολυχωρούν στην περίπτωση της Αμερικανίδας μουσικού, η οποία εδώ και κάποια χρόνια είναι πια εγκατεστημένη στο Βερολίνο.

Dust ονομάζεται το 3ο της άλμπουμ, όπου, μετά τις περισσότερο ορχηστρικές αναζητήσεις του Chance Of Rain (2013), επιστρέφει κοντά στο ύφος του ντεμπούτο της Quarantine (2012), δίνοντας για μία ακόμη φορά έμφαση στη φωνή και στις δυνατότητές της και δημιουργώντας εκ νέου χώρο για το αρχαιότερο των μουσικών οργάνων να ομογενοποιηθεί με πρωτόγνωρα γι’ αυτό συστατικά, αυξάνοντας έτσι τη μουσική εντροπία.

Με πληθώρα καλεσμένων (Klein, Lafawndah, Eli Keszler, Julia Holter, Max D, Craig Clouse, Michael Beharie, Diamond Terrifier, Michael Salu), η Halo χτίζει σουρεαλιστικές αφηγήσεις, διαστρεβλώνει και μεταλλάσει ρυθμούς και μελωδίες και δημιουργεί ένα φωτεινό σύνολο κομματιών, με φανοστάτη μία συνεχή προσπάθεια εξισορρόπησης αντίρροπων δυνάμεων.

Τα κουλά samples του “Moontalk” γειώνονται από την αφρικάνικη κιθάρα και τα latin κρουστά, το μεταλλαγμένο R'n'B του “Jelly” αργοσβήνει μέσα στο αυτιστικό του σύμπαν, η αρμονία γεννά τον θόρυβο (και τούμπαλιν) στο “Nicht Ohne Risiko”. Το “Koinos” οριοθετείται από την άρρυθμη μετρονομία που το χαρακτηρίζει, ενώ το “Arschkriecher” κάνει σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια πραγματικά σύγχρονη εκδοχή της free jazz –και όχι με κάποια προσπάθεια αντιγραφής του παρελθόντος.

Αλλού, η spoken word του “Who Won?” μοιάζει να ξεπήδησε από κάποιο περίεργο sci-fi φιλμ με noir αναφορές. Στο “Like An L” τα ονειρικά φωνητικά αποτελούν τον κορμό σε ένα εντελώς ρευστό σύμπαν ηχητικών πυροτεχνημάτων, ενώ το υπέροχο “Do U Ever Happen” μοιάζει βατό στην απλότητά του, συγκρινόμενο πάντα με τα υπόλοιπα κομμάτια. Τέλος, το τόσο meta-pop “Syzygy” παιχνιδίζει με την παρήχηση της λέξης «acid» (σαν άλλο “Idioteque” των Radiohead) ενώ τα “Sun To Solar” και “Buh-Bye” γκρουβάρουν μέσα στα ατελείωτα και ξεκούρδιστα bleeps ‘n cuts τους.

Πολλές φορές, λέγοντας την άποψή μου για κάποιο άλμπουμ, έχω χρησιμοποιήσει ως αρνητικό επιχείρημα το γεγονός πως δύσκολα θα ανατρέξει σε αυτό ο ακροατής/η ακροάτρια για 2η, 3η ή άντε 4η φορά. Στην προκειμένη, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με μια συνηθισμένη περίπτωση, ούτε με μία συμβατική μουσικό.

Ναι, πιθανότατα να μην το ακούσει κάποιος-α πολλές φορές, ούτε καν 2η. Ναι, είναι δύστροπο άλμπουμ, από εκείνα που όταν κυκλοφορούν λίγοι τα ασπάζονται ενώ η πλειονότητα των ακροατών τα προσπερνά ως ακαταλαβίστικα. Ναι, εκπέμπει ιδιόρρυθμες δονήσεις και απ’ άκρη σ’ άκρη ξεχειλίζει από οργανωμένο χάος. Ναι, δεν είναι διασκεδαστικό και δεν θα σου κάνει τη ζωή πιο εύκολη ή εξ ορισμού πιο ξένοιαστη.

Και τι να λέει;

Όταν ο Ornette Coleman παρέδωσε στο κοινό τις πρώτες «παλαβές» ανησυχίες του, κανείς δεν ήξερε και ελάχιστοι φανταζόντουσαν πού θα οδηγούσε όλο αυτό.

Όταν το 1963 ο John Coltrane γνώρισε την Alice McLeod κανείς επίσης δεν γνώριζε ότι 2 χρόνια αργότερα θα εμφανιζόταν ένα άλμπουμ με τον τίτλο A Love Supreme.

Ο Sun Ra, από μόνος του, ως οντότητα, ενέπνευσε και εμπνέει χιλιάδες μουσικούς και καλλιτέχνες να αψηφήσουν την πεπατημένη. Η ανάγνωση μάλιστα της βιογραφίας του προκάλεσε στην ίδια τη Halo –η οποία  συχνά τον αναφέρει στα λεγόμενά της– συναισθήματα που έφτασαν μέχρι τα δάκρυα. Πόσο δε το ίδιο του το έργο!

Ε, για να μην τα πολυλογώ, με το Dust η Laurel Halo περνά σε άλλο επίπεδο σύλληψης και παραγωγής, την ιδιαιτερότητα του οποίου ίσως ούτε κι εκείνη να αντιλαμβάνεται ακόμα. Κατ’ εμέ, ξεκινά με αυτό τη σπορά για σοδειές που ιδέα δεν έχουμε πώς θα είναι οι καρποί τους: δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε για να το διαπιστώσουμε.

(σημείωση: η βαθμολογία είναι κάπου ανάμεσα στο 8,5 και το 9 σε μία λιγότερο περιοριστική προσέγγιση από εκείνη του αυστηρά μοναδιαίου συστήματος)

{youtube}S5bA0fbF-_k{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured