Στα χρόνια στα οποία ασχολείται με τα μουσικά δρώμενα ως ερμηνεύτρια/ποιήτρια, συνθέτρια και μουσικός εν γένει, η Marie Davidson έχει προλάβει να ανακατευτεί με μπόλικα πράγματα. Πέραν των δύο προηγούμενων κυκλοφοριών που φέρουν το όνομά της (+μία κασέτα-ντεμπούτο), έχει συμμετάσχει στους Essaie Pas της DFA Records (μαζί με τον σύζυγό της Pierre Guerineau), στους Land Of Kush και Les Momies De Palerme της καναδέζικης Constellation (βλ. Godspeed You! Black Emperor, Do Make Say Think), καθώς και στους DKMD (μαζί με τον David Kristian).

Από το 2012 κι έπειτα, όταν ξεκίνησε να ηχογραφεί και να κυκλοφορεί σόλο, εκείνη η νοητή γραμμή που ενώνει τα μέσα των 1970s με τα μέσα των 1980s αποτελεί τη ραχοκοκαλιά στην οποία δομεί και αποδομεί, ράβει και ξηλώνει με ήχους και με λέξεις. Το τοπίο ανάδυσης των δύο προηγούμενων άλμπουμ της –στο οποίο θα συναντήσει κανείς εικόνες και ήχους από τα σύμπαντα των John Carpenter και David Lynch– αλλά και o αριστοτεχνικά ιδιότροπος industrial δρόμος που άνοιξαν και περπάτησαν οι Throbbing Gristle και μετέπειτα (επίσης επάξια) οι Chris & Cosey και οι Psychic TV, η ποίηση της Anne Clark και ο μινιμαλισμός των  Deux, όλα βρίσκονται παρόντα και στο Adieux Au Dancefloor.

Στην προκειμένη, όμως, η καίρια διαφοροποίηση είναι τόσο προφανής, ώστε συναντάται καταρχάς στον ίδιο τον τίτλο του άλμπουμ και κατ’ επέκταση στο περιεχόμενό του. Για να αποχαιρετήσει δηλαδή το dancefloor, η Davidson φρόντισε να το οργώσει πρώτα σπιθαμή προς σπιθαμή και έπειτα να παραδώσει ένα πανέξυπνο, καταιγιστικό και ολοζώντανο άθροισμα κομματιών, που στο σύνολό τους κινούνται σχεδόν όλα σε υψηλά επίπεδα. Κοινώς, τα σπάνε.

Ο αντιφατικός κόσμος των συναισθημάτων που γεννιούνται στην ένταση μιας περιοδείας και το δίπολο ηλεκτρονική μουσική/club κουλτούρα ως κυρίως υλικά, σε συνδυασμό με την αιχμηρή ποίηση και τη σοφά άκαμπτη απαγγελία (σε δύο γλώσσες, αγγλικά και γαλλικά), κάνουν το αποτέλεσμα όχι απλά ικανοποιητικό, αλλά κάτι πολύ περισσότερο.

Λειτουργώντας σαν καθρέφτης στις τρεις πιο άρτιες στιχουργικά στιγμές του άλμπουμ ("I Dedicate My Life", "Naive To The Bone", "Good Vibes"), η Davidson φροντίζει –με αφοπλιστική ειλικρίνεια, που τσακίζει κόκαλα– να παραδώσει κομμάτια καταπέλτες σχετικά με τη ματαιότητα του να προσπαθείς να είσαι οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό σου ή αυτήν του να χρησιμοποιείς πάμπολλες (κουτο)πονηριές για να πετύχεις το  ανά περίπτωση ζητούμενο. Σα να σου λέει: «Σε βλέπω, με βλέπεις, καταλαβαίνω, καταλαβαίνεις(;) και συνειδητά επιλέγω άλλο δρόμο απ’ τον δικό σου». Το old school electro/industrial περιβάλλον δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο για επένδυση, είτε με acid πινελιές στην πρώτη περίπτωση, είτε κοφτό και νέτο στις άλλες δύο.

Στο "Planète Ego" το electro σμίγει με techno και δημιουργούν ένα καθηλωτικά χορευτικό κομμάτι, με επίσης σαφέστατα industrial βάση, την οποία συναντάμε και στο τεκτονικό και ιλιγγιώδες "Inferno", καθώς ξεπηδά από μέσα του η μελωδικότητα του θορύβου. Τα "Denial" και "La Femme Écarlate" είναι οι πιο σκοτεινές, κινηματογραφικές και εσωτερικές στιγμές του Adieux Au Dancefloor, παραπέμποντας σε προηγούμενες δουλειές της Davidson, ενώ η γλυκιά electro pop του ομώνυμου του δίσκου κομματιού κατεβάζει ελαφρώς αυτοσαρκαστικά και τσαχπίνικα την αυλαία, αποτίνοντας τον απαραίτητο φόρο τιμής και στο γαλλικό electro. 

Είτε λοιπόν το πεις synth punk, είτε minimal/cold wave, είτε electro/industrial, είτε spoken word ποίηση, είτε όλα αυτά μαζί, το 3ο πόνημα της Marie Davidson είναι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της περίεργης χρονιάς που μόλις μας άφησε. Το Pitchfork επιστράτευσε μάλιστα μέχρι και τον χαρακτηρισμό «poetronica» (αναφέροντας ότι ο συγκεκριμένος μουσικός προσδιορισμός ανήκει στη Guardian, από την αυγή της δεκαετίας) για να προσεγγίσει το μείγμα ηλεκτρονικών και ποίησης που τόσο καλά μπερδεύει η ταλαντούχα Καναδή. Άκρως αξιοθαύμαστα και το τσαγανό και η ειλικρίνεια και οι ικανότητές της.

{youtube}eRmDaK3Iz2Y{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured