Έκτο κατά σειρά άλμπουμ για αυτό το ιδιότυπο κουαρτέτο (πλέον) από το Βέλγιο, με το τόσο χαρακτηριστικό όνομα. Η ηχητική στροφή στην οποία είχαν προχωρήσει με το Weltuntergangsstimmung του 2012, βάζοντας πλώρη προς synth-pop/new wave νερά αντί του καλαίσθητα σκοτεινού neo-folk στο οποίο τους είχαμε συνηθίσει μέχρι τότε, ήταν αναπάντεχη μα και ιδιαίτερα επιτυχημένη στην πραγμάτωσή της. Το φετινό To Live Vicariously συνεχίζει πάνω στη νέα ρότα, κλείνοντας το μάτι και στο industrial αυτή τη φορά, καταλήγοντας έτσι σε μια πιο πειραματική οντότητα, η οποία είναι συγχρονισμένη τόσο με τις σκοτεινές πτυχές των 1980s, όσο και με την πιο ιδιόρρυθμη dark wave σκηνή των ημερών μας (μέλη της οποίας είναι οι Soft Moon, για παράδειγμα).

Ίσως το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του συγκροτήματος, διαχρονικά, είναι οι φωνητικές γραμμές του Stef Heeren, οι οποίες κατά βάση αποτελούν και τις ραχοκοκαλιές των κομματιών, αφήνοντας τα υπόλοιπα όργανα σε έναν πιο ελεύθερο ρόλο –ενίοτε συνοδευτικό, συνήθως πειραματικό. Έτσι και στο To Live Vicariously, η ορμή και ο χαρακτήρας κάθε τραγουδιού οφείλονται πρωτίστως στη φωνή του Heeren, η οποία κλυδωνίζεται πάνω στο πρωτεϊκό μουσικό παλίμψηστο, πότε με δραματικότητα και πότε με μια υφέρπουσα ελαφρότητα. Οι δε υπερβολές στην ερμηνεία αντιπαραβάλλονται με μια φινετσάτη διάθεση, καταλήγοντας σε μια αχνή θύμηση του Brett Anderson των πρώιμων Suede ημερών, και λόγω χροιάς.

Μπορεί πάντως τα φωνητικά να κλέβουν την παράσταση, αλλά λίγο πιο πίσω τα υπόλοιπα όργανα επιδίδονται σε πολυσυλλεκτικές διενέξεις. Οι κιθάρες καλοβλέπουν την industrial ψυχρή κυκλοθυμία μα και κάποιες πτυχές του σύγχρονου pop/rock, ενώ τα synths ανάβουν κεριά στις μελωδικές λούπες των Soft Cell και στα σαλεμένα (αυτιστικά σχεδόν) περάσματα των Einstürzende Neubauten. Συνθετικά τα πράγματα είναι ρευστά, με αντικομφορμιστική τάση· από τις μακρόσυρτες ελεγείες επαναληψιμότητας (που τεντώνονται λίγο παραπάνω από ότι χρειάζεται, όπως στο “Reminiscence”), μέχρι το industrial γκοσπελοειδές “Lying”, εδώ δεν υπάρχουν συμβατικά μοτίβα αλληλουχίας τύπου κουπλέ/ρεφρέν/κουπλέ. Η χημεία ανάμεσα στους δύο βασικούς συνθέτες είναι αναγνωρισμένη και προσφέρει για ακόμα μία φορά ορισμένα διαμάντια, όπως το ομώνυμο του δίσκου και το “Walls And Ways To Hide”, τα οποία σκιάζουν μερικώς τις πιο αδύναμες στιγμές του συνόλου.

Το ότι η neo-folk σκηνή πάντα επικοινωνούσε αμφίδρομα με τα -wave (synth, dark, new) παρακλάδια και το πειραματικό industrial είναι λίγο-πολύ γνωστό, από τις πρώιμες μέρες των Throbbing Gristle και των Current 93 ακόμη. Μια τέτοια στενή συσχέτιση, που μπορεί να μην είναι επιφανειακά εμφανής, καταντάει ξεκάθαρη έχοντας τη δισκογραφία των Kiss The Anus Of A Black Cat ως οδηγό: η ηχητική μετάβαση που έγινε στον προηγούμενο δίσκο, πέρα από το πρώτο σοκ, ομαλοποιείται αρκετά βλέποντας το πόσο συγγενή είναι στον πυρήνα τους τα κομμάτια του συγκροτήματος. Το To Live Vicariously, παρά την πειραματικότητά του, καθώς και κάποιες λίγες διακυμάνσεις στην ποιότητα, είναι ένα άλμπουμ με τη σφραγίδα της μπάντας, ένα ακόμη βήμα στην εξαιρετική μέχρι τώρα πορεία αυτών των Βέλγων.

{youtube}c8T-YZa2RlI{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured