Αν και πλέον η ποπ κουλτούρα έχει κάνει αληθινές επελάσεις στο ίματζ των εκπροσώπων του κλασικού κόσμου, το πιθανότερο είναι ότι ο Gabriel Jackson θα προξενούσε αμηχανία στους ντελικάτους αποφοίτους ωδείων και κονσερβατορίων: με την καταγωγή του από τις απόμερες Βερμούδες, με το παχύ του «βλάχικο» μουστάκι και με το πλήθος των τατουάζ του, πιο εύκολα θα τον λόγιζες για fan των Motörhead, παρά για διακεκριμένο συνθέτη θρησκευτικής μουσικής, κάτοχο ακαδημαϊκών περγαμηνών και γνώστη των εκλεκτών παραδόσεων του Καντέρμπουρι και του αβαείου του Γουέστμινστερ. Αυτή η έξω-από-τα-συνηθισμένα εικόνα αντικατοπτρίζεται συχνά και στο έργο του. Το οποίο ναι μεν χρησιμοποιεί εκφραστικούς κώδικες ενός μακρινού παρελθόντος και διαθέτει θρησκευτικό περιεχόμενο, εντούτοις δεν διστάζει να παρεκκλίνει από τις νόρμες προκειμένου να αναζητήσει σημεία τομής με τη σύγχρονή του κοσμική πραγματικότητα.

Στο παρόν άλμπουμ ο Máris Sirmais τοποθετεί την Κρατική Χορωδία της Λετονίας σε μια εκκλησία της Ρίγα και τη βάζει να αναμετρηθεί, υπό τη διεύθυνσή του, με μια σειρά έργων του Jackson. Μη βιαστείτε να απορήσετε για το τι γυρεύει μια βαλτική χορωδία με έναν Βρετανό συνθέτη: το έργο του Jackson, όπως κι όποιου επιδιώκει να καταθέσει σοβαρή θρησκευτική μουσική, φέρει την επιρροή του Arvo Pärt (τιτάνια μορφή της μουσικής του 20ου αιώνα, έξω από είδη και προτιμήσεις). Κι αυτό δίνει ένα ατού σε μια βαλτική χορωδία πιο άμεσα (και ίσως πιο βιωματικά) εξοικειωμένη με τους τρόπους και με τα χρώματα του Pärt. Και πέραν μιας τέτοιας διάστασης, πάντως, η Κρατική Χορωδία της Λετονίας αποδεικνύεται ικανή στην εκτέλεση των «ορθόδοξων» έργων του Jackson –σαν το “Missa Triueriensis”, το “Thomas, Jewel Of Canterbury” ή το “Sanctum Est Verum Lumen”– όπου απαιτείται καλή επαφή με τις πιο κλειδωμένες στον χρόνο δυτικοευρωπαϊκές (και δη αγγλικανικές) παραδόσεις: ειδικά στο τελευταίο παράδειγμα, όπου ο Jackson αποτίνει τον δικό του φόρο τιμής στον Thomas Tallis.   

Τέτοιες βέβαια αποδόσεις μπορούν να επιτύχουν πολλές καλές χορωδίες. Εκεί που θεωρώ ότι γίνεται η πιο αξιόλογη δουλειά, είναι στα πιο «ανορθόδοξα» έργα του Gabriel, όσα έχουν και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον μη εξειδικευμένο στη μουσική της Δυτικής εκκλησίας. Π.χ. στο “Now I Have Known, O Lord” (2004), όπου κάτω από το χριστιανικό περιτύλιγμα βρίσκονται τα λόγια ενός Σούφι διανοούμενου του 10ου αιώνα, σε μια (ημιτελή, ωστόσο) απόπειρα πνευματικής επαφής μεταξύ Δύσης και Αραβίας. Ή στο “The Voice Of The Bard” (2007), όπου μια τυπική μα άριστα συγκροτημένη Ars Nova πολυφωνία μεταφέρει στον ακροατή ένα συμβολιστικό κείμενο του William Blake, με τρόπο τέτοιον ώστε, κάτω από την περίτεχνη αρμονία σοπράνο και τενόρων, να σου μένει μια αμφισημία σχετικά με τον ρόλο του εν λόγω βάρδου. Αλλά κυρίως λάμπουν εδώ τα δύο κατά τη γνώμη μου καλύτερα έργα του Jackson μέχρι σήμερα: το “A Ship With Unfurled Sails” (2009) και το “Ave Regina Caelorum” (2008).

Στο πρώτο, ο Jackson χρησιμοποιεί ένα ποίημα της Εσθονής ποιήτριας Doris Kareva, όπου εκφράζεται μεταφορικά ο πόθος για την απελευθέρωση της πατρίδας της από τον ασφυκτικό σοβιετικό έλεγχο. Αυτή την αίσθηση ελπιδοφόρας αναμονής, ο Βρετανός συνθέτης τη μεταφέρει στο μεταφυσικό πεδίο, «ντύνοντάς» τη με περίτεχνες φωνητικές μελωδίες μα και με αριστοτεχνικά τοποθετημένες σιωπές, στοιχεία τα οποία τονίζονται και με το παραπάνω στην εκτέλεση των Λετονών χορωδών. Στο δεύτερο κομμάτι, απλώνεται μπροστά μας ένας υπερ-φιλόδοξος καμβάς, όπου προσπαθούν να συγκατοικήσουν μια μεσαιωνική προσευχή προς την Παναγία, ένα (θρησκευτικού περιεχομένου) ποίημα της ρομαντικής ποιήτριας Christina Rossetti, η χορωδιακή πολυφωνία και μια ηλεκτρική κιθάρα με απόηχους από τη ροκ εν ρολ πρωτοπορία της δεκαετίας του 1960 (κυρίως τον Eric Clapton). Θα μπορούσε κάλλιστα να βγει ένα τέρας ή ένα επιφανειακό, τάχα μου ρηξικέλευθο χαρμάνι∙ κι όμως, ο μεν Jackson βρίσκει τα υπόγεια συνθετικά νήματα ώστε να οικοδομήσει μια εποικοδομητική αντίστιξη, οι δε Λετονοί βιρτουόζοι ανταποκρίνονται πλήρως στο πνεύμα του –με ιδιαίτερη μνεία στο παίξιμο του κιθαρίστα Kaspars Zemitis.

Αν και δουλειές σαν το A Ship With Unfurled Sails των Máris Sirmais/State Choir Of Latvija δείχνουν καταδικασμένες να συζητούνται μόνο ανάμεσα σε έναν μικρό κύκλο μουσικόφιλων –δίχως την πρόσβαση που απολαμβάνουν άλλοι μικροί κύκλοι σε «επιδραστικά» για το τρέχον lifestyle free press, blogs, sites κτλ.– αποτελούν σημαντική παράμετρο των μουσικών εξελίξεων της εποχής μας. Γιατί δείχνουν ότι ο κλασικός κόσμος παραμένει πεδίο ζωντανό και στον 21ο αιώνα, πέρα από soundtracks και διαρκείς επανεκτελέσεις στις κορυφές του παρελθόντος από νεαρούς και φιλόδοξους δεξιοτέχνες. Κι επίσης, ότι το εύκολα κατακριτέο θρησκευτικό συναίσθημα μπορεί και στις δικές μας μέρες να εμφυσά έμπνευση για καλλιτεχνικά έργα με αξία, σημασία και ουμανιστική πνοή.     

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured