Με διπλό album χτυπά ο αγαπημένος του ελληνικού κοινού, Steve Wynn... Κι αν ορισμένοι κουράζονται και μόνο με τη σκέψη, ας κάνουν τον κόπο να φτάσουν ως το τέλος, πριν ...απορρίψουν... Εντάξει, παραδεχόμεθα ότι το album χαρακτηρίζει μια επιτηδευμένη αλληλουχία ήχων και στυλ που καταφέρνει να δώσει την αίσθηση της πολυμορφικότητας, αλλά κατά βάση οι συνθέσεις του Steve χαρακτηρίζονται για τις κλασικές και κολλημένες κιθαριστικές pop βάσεις τους -είτε περνούν από γκαραζόπορτες, είτε βρωμίζουν και παραμορφώνονται, είτε soul-ίζουν, αν μας επιτρέπεται ο χαρακτηρισμός. Δεν δήλωσε ανανεωτής της pop θεματολογίας, αλλά ούτε χρειάστηκε παράταιρους στυλιστικούς τυφλοσούρτες για να μας δώσει μερικές ακόμα πανέμορφες συνθέσεις, από αυτές που θα λατρέψει κυριολεκτικά το φανατικό κοινό του. 

Αλλά και για τους υπόλοιπους, τα πράγματα αυτή τη φορά είναι σκούρα: Εκεί που ξεκινούν για να τον πιάσουν τα ανανεωτικά σου κόμπλεξ, σου κουβαλιέται με δεκαεννιά ακόμα ολοκληρωμένες συνθέσεις, με μελωδίες που προλαβαίνουν στα λίγα λεπτά που διαρκούν να απλωθούν και να μη μείνουν στάσιμες, όμορφες συγχορδίες, πιασάρικα ρεφρέν, ριφφάκια και δε συμμαζεύεται, και με λίγα λόγια, ραντεβού ως την επόμενη για να τον πιάσεις mr. κακεντρεχή μουσικογραφιά... Δύσκολα τα πράγματα για το πλουσιοπάροχο "επάγγελμά μας", ε; Χμμ... Ας τα πάρουμε με τη σειρά...

Ηχογραφημένο μέσα σε δέκα ημέρες στην Tucson της Αριζόνα το album του Wynn είχε την τύχη να παιχτεί από μια δεμένη μπάντα: Ο Chris Brokaw ως βοήθεια στις κιθάρες, ο Dave DeCastro στο μπάσο και η Linda Pitmon στα drums, ενισχύονται από τον παλιόφιλο του Steve, Chris Cacavas στα πλήκτρα και στην παραγωγή, στην οποία συμμετέχει και ο Steve, μαζί με τον Graig Schumacher. Και η μίξη είχε την τύχη να πέσει στα χέρια του John Agnello (Madrugada, Gumball, Dinosaur Jr., Bufalo Tom), οπότε το team όχι μόνο δεν κολώνει στο υλικό, αλλά το απογειώνει, πάντα βέβαια με βάση τους εγγενείς περιορισμούς του.

Kάπως έτσι φτάνουμε στο υλικό καθαυτό: Ξεκινώντας από την garage ψυχεδέλεια του ομώνυμου, το πρώτο δισκάκι πετάγεται μέχρι την αμερικάνικη -πες την και παλιομοδίτικη- κιθαριστική pop του "Shades of Blue". Ακολουθεί το ρυθμικό και ραδιοφωνικότατο "Sustain", το μελαγχολικό "Blackout", και σιγά σιγά οι κιθάρες επανέρχονται και πλέον που επιμένουν να βρωμίζουν τον ήχο στο "Southern California Line". 

Οι εναλλαγές, όπως είπαμε και προηγουμένως, είναι βασικό στοιχείο του album, καθώς ακολουθεί η αρμονική, παλιομοδίτικη pop soul του "Morningside Heights", το παιχνιδιάρικο "Let's leave it like that", ενώ το πάνθεον του punk rock σε ανελέητους ρυθμούς γυαλίζει το "Crawling Misanthropic Blues". 

Δίπλα του η κλασική χιλιοακουσμένη μπαλλάντα του "Drought" στέκει μόνο ως χαλάρωμα πριν το καταπληκτικό "Death valley Rain" που έγραψε μαζί με τη Linda Pitmon: noir και γρήγορο μια ατμόσφαιρα που βρίσκουμε και στο καταπληκτικό "Smash Myself to Bits" στο δεύτερο cdάκι, όπου οι proto-garage εμμονές του μας έχουν με το ένα πόδι στο κολλημένο γκάζι (το άλλο πόδι ελεύθερο, φυσικά). Το δεύτερο cd βέβαια χάνει σε πιασάρικες στιγμές, όχι όμως και σε αξία -άλλωστε εκεί αναλαμβάνουν οι βρωμιές στις κιθάρες και στη φωνή να μας δώσουν λιγότερο στρογγυλοποιημένες έκδοσεις. 

Γενικά, δύσκολα θα βρει κανείς κάποια στιγμή που δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στο album. Όλα παίζουν το ρόλο τους στο σύνολο της ακρόασης του δίσκου, ακόμα και το υποβλητικό πιανάκι του "Good and Bad", αλλά και το πιο χαρούμενο του "There will come in a day" με τις Dylan και gospel αναφορές που κλείνει το δίσκο.

Ίσως να είναι το τελείωμα, ίσως και η συνολική αίσθηση που σου αφήνει ο δίσκος, αλλά νιώθεις ότι αυτό το παλικάρι πλέον μεγάλωσε αλλά επιμένει να μας δίνει δίσκους όπου η πρόθεση για διαχρονικότητα και αποστασιοποίηση από τα σύγχρονα ρεύματα (η οποία στον τελευταίο του δίσκο νιώθω να είναι μεγαλύτερη από ποτέ, δεν υπάρχει ούτε η εναλλακτική υποψία) δεν ταυτίζεται με τη βαρεμάρα. Ίσως -και το γνωρίζουμε όλοι αυτό, άλλωστε- γιατί είναι και μεγάλος τραγουδοποιός, και ίσως γιατί η ζωντάνια και νεανική ενέργεια που αποπνέει ο δίσκος βγαίνει από μέσα του και όχι από το μυαλό του... Δεν κοροϊδεύει, δηλαδή, τον εαυτό του (όπως πολλοί άλλοι), και κατά συνέπεια και εμάς. 

Αυτή η αβίαστη ευφορία, η ποικιλία των ήχων, οι ολοκληρωμένες συνθέσεις, αλλά και οι παραμορφωτικοί φακοί και οι garage χροιά που επιστρατεύονται για το σύνολο το pop συνθέσεων, κάνουν το Here Come The Miracles, έναν δίσκο που συγκαταλέγεται ήδη στο ραφάκι με τα υποψήφια για τις λίστες της χρονιάς. Νωρίς βέβαια είναι ακόμα, οπότε ίδωμεν…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured