Ήσυχο καλοκαιρινό βράδυ, άραγμα στη βεράντα, το βλέμμα στον έναστρο, καθαρό από σύννεφα, ουρανό. Μέσα από το δωμάτιο ακούγεται το πιάνο, να παίζει γλυκόπικρες μελωδίες· με ρομαντικό χαρακτήρα και νοσταλγική διάθεση.

Πολύς κόσμος φοβάμαι θα απαντούσε «αχ, τι ωραία», αν του εξιστορούσε κανείς κάτι τέτοιο. Δεν θα έβλεπε ποτέ το αφόρητο κλισέ, δεν θα διαισθανόταν τον υποβιβασμό του πιάνου σε όχημα έκφρασης ενός τυποποιημένου «αισθησιασμού», δεν θα σκεφτόταν πιθανές διασυνδέσεις με μικροαστικούς μιμητισμούς μιας φαντασιακής αστικής συνθήκης, ποτισμένης στον ροζουλί ρομαντισμό.

Τι γίνεται όμως αν κρατήσουμε το όλο σκηνικό, αλλά βάλουμε τον Βαγγέλη Παπαθανασίου να κάθεται στο πιάνο; Ή έστω στα synths του, όπως στην περίπτωσή μας; Πράγματι, η παρουσία του βαραίνει ιδιαίτερα στην όποια «ζυγαριά»: όταν έχεις απέναντί σου ένα τέτοιο μουσικό μέγεθος, ενδιαφέρεσαι πρωτίστως να ακούσεις. 

Το Nocturne περιλαμβάνει 17 συνθέσεις, 11 από τις οποίες αποδεικνύονται καινούριες, με τις υπόλοιπες 6 να είναι παλιότερες, αναγνωρίσιμες δημιουργίες, που παίζονται σε ανάλογη synth piano εκδοχή ώστε να ταιριάξουν στο σύνολο. Ο Παπαθανασίου αποστασιοποιείται εδώ από τα γνώριμα ηλεκτρονικά, στρεφόμενος προς απλές στη δομή τους ρομαντζάδες, με ήσυχη, γλυκιά και κομματάκι νοσταλγική διάθεση, η οποία αντικατοπτρίζει ίσως τους νυχτερινούς στοχασμούς που κάνει στα 75 του χρόνια ένας άνθρωπος με τη δική του πορεία για το παρόν, το παρελθόν και το διάστημα (ναι, το διάστημα· εκεί βρίσκεται το απώτατο μέλλον). 

Οι αναμνήσεις του Blade Runner (1982), των Chariots Of Fire (1981) ή του 1492: Conquest Of Paradise (1992) είναι έντονες –κι έτσι τα σχετικά θέματα πιάνουν εύκολα το αυτί, κάθε που ξεπηδούν ανάμεσα στις φεγγαράδες του Βολιώτη συνθέτη. Παρά ταύτα, και τα 3 αυτά παραδείγματα χάνουν το πλεονέκτημα που τους δίνει η αναγνωρισιμότητά τους· στις εδώ μεταγραφές αποτυπώνονται ξεθωριασμένα και απονευρωμένα. Άλλες πάντως στιγμές, προερχόμενες από λιγότερο γνωστούς δίσκους του παπαθανασικού παρελθόντος, προσφέρουν το αντίβαρο:  και το "La Petite Fille De La Mer" (από το L' Apocalypse Des Animaux, 1973), δηλαδή, αλλά και το "To The Unknown Man" (από το Spiral του 1977) δίνονται με μια απογυμνωμένη οπτική που έχει το ενδιαφέρον της, κι ας μην κρίνεται ανώτερη της αυθεντικής εντύπωσης.

Το μεγάλο θέμα ωστόσο που καταδεικνύουν οι δύο αυτές επιτυχείς μεταγραφές από το παρελθόν, είναι ότι δεν υπάρχει καμία καινούρια σύνθεση στο Nocturne να παραβγεί μαζί τους σε έμπνευση και ποιότητα. Κομμάτια μάλιστα σαν τα "Nocturnal Promenade", "Moonlight Reflections" ή "Sweet Nostalgia" μάλλον προδίδονται τελικά ήδη από τους ίδιους τους τίτλους τους, για το πόσο εγκλωβισμένα μένουν στο στοιχειώδες, στο χιλιοειπωμένο, ακόμα και στο γλυκερό ανά σημεία. Πρόκειται για στιγμιότυπα στα οποία ο Vangelis προσεγγίζει επικίνδυνα στο πιάνο του Yanni –και δεν νομίζω ότι ήταν αυτό το ζητούμενό του. Μόνη εξαίρεση, το "Lonesome". Με τις σκοτεινότερες αποχρώσεις και την εξέλιξη στο μελωδικό μοτίβο, που χτίζεται έτσι ώστε να φτάνει σε ένα αίσθημα γαλήνης, θυμίζοντας την καλή πλευρά των έργων του Jerry Goldsmith για το αμερικανικό σινεμά.

Τίποτα βέβαια από τα παραπάνω δεν κλυδωνίζει σοβαρά τον άξονα του άλμπουμ: η παρουσία του Παπαθανασίου και οι σποραδικές στιγμές ενδιαφέροντος αποτελούν εγγυήσεις μιας μίνιμουμ ποιότητας, που πράγματι δεν διακυβεύεται. Πέραν όμως αυτής, δεν υπάρχει κάτι. Δεν θα κακιώσει κανείς φυσικά στον Παπαθανασίου που θέλησε να φτιάξει έναν μοναχικό δίσκο με απλά (ακόμα και απλοϊκά) «υλικά», μακριά από όσα τον κατέστησαν διεθνές όνομα αναφοράς. Αλλά όσοι επιμένουν να ζητούν το κάτι παραπάνω από ένα έργο με τη δική του υπογραφή, ενδέχεται να απογοητευτούν.

{youtube}QWFdJTcxBrg{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured