Με όλες τις παραλείψεις που έχει η κυκλοφορία αυτού του δίσκου, είναι μία καλή κατάθεση ψυχής και παιξίματος. Και λέω παραλείψεις διότι μάλλον ελλιπής είναι η πληροφόρηση για πολλά σημεία της παραγωγής στα ενδότερα του Tora, ενώ η προέλευση κάποιων samples δεν αναφέρεται (του Martin Luther King για παράδειγμα). Όπως επίσης δεν αναγράφεται σε κανένα σημείο το ποιος χειρίζεται τα ηλεκτρονικά που ακούγονται στην ηχογράφηση.

Και είναι σημαντικό –ειδικότερα το τελευταίο– διότι θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα γίνει πάνω στη σκηνή η εκπομπή της πλήρους μουσικής εικόνας των Alex Drakos Trio, καθώς παρουσιάζει στενή σύμπλευση με τα ηλεκτρονικά pads και τους συνθετήτες, σε όλο το εύρος του Tora. Αυτό αναδεικνύεται μάλιστα στο κύτταρο που εμπλέκει το μουσικό επίκεντρο του δίσκου με το σημερινό δρώμενο της ευρωπαϊκής τζαζ. Το άλμπουμ κατατάσσεται δηλαδή στο σημείο όπου η σκανδιναβική (κυρίως) σχολή, ακολουθώντας την άμπωτη της λόγιας μουσικής της Γηραιάς Ηπείρου (και σε αντιδιαστολή με τα μπλουζ τα οποία έθρεψαν την αμερικάνικη λογική της τζαζ), έχει δημιουργήσει ένα ιδιότυπο μείγμα εσωτερικότητας, δημιουργίας και ενδοσκόπησης.

Ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης –όπως είναι το πλήρες όνομα του ηγήτορα του τρίο– είναι ο μοχλεύων τα τύμπανα και τις μπαγκέτες, μα και τα ηλεκτρονικά (όπως μου απάντησε σε σχετική ερώτηση, στη συνέντευξη τύπου για την κυκλοφορία). Και πραγματικά πρέπει να αισθάνεται περήφανος που οι μουσικοί του συνοδοιπόροι αποδεικνύονται παίκτες τόσο επικεντρωμένοι στην τέχνη τους. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος στο πιάνο και ο Ντίνος Μάνος στο μπάσο έχουν παρομοια λογική με τον Δράκο, αν και γίνεται φανερή μια πιο αμερικάνικη λογική στα παιξίματα του Μάνου, ενώ ο Παπαδόπουλος έχει ροπή προς την προαναφερθείσα ευρωπαϊκή σχολή.

Καθόλου τυχαία, κατά τις ακροάσεις του δίσκου θυμήθηκα τον θαυμάσιο δίσκο του Jacob Karlzon, More (2012). Ο ίδιος ο Δράκος παρουσιάζει έντονο ρολάρισμα στα τύμπανα και μάλιστα ενίοτε πιο έντονο από ό,τι συνηθίζεται σε δίσκους αυτής της οπτικής. Το τελευταίο σχετίζεται σαφώς με τα έξω από την τζαζ ακούσματα τα οποία ενυπάρχουν ως επιρροές και δομικές συνταγμένες στο Tora. Όχι πάντοτε επιτυχημένα, βέβαια. Η διασκευή στο "Paint It Black", λ.χ., μπορεί να είναι αξιοπρεπής, αλλά δεν προσφέρει κάτι στον δίσκο. Όμως το κυρίως πρόβλημά του δεν έγκειται εκεί, στην παρασπονδία δηλαδή μιας περιττής διασκευής, που εξάλλου μπορεί να αποτελεί κι ένα απωθημένο της ομάδας –άρα μπορεί να συγχωρεθεί, ένεκα της ελευθερίας που (πρέπει να) απολαμβάνει ο καλλιτέχνης μέσα στο ντελίριό του.

Κυρίως ζήτημα αποτελεί, κατ' εμέ, ότι οι τελευταίες 4 συνθέσεις πλέουν σε γαίες ανυπαρξίας αναφορικά με το ενδιαφέρον που μπορούν να αποσπάσουν από τη μεριά του ακροατή. Τα θέματα με τα οποία καταγίνονται έχουν εξαντληθεί σε προηγούμενες βολές της μπάντας, είτε μιλάμε για στοχαστικές κλίμακες εσωτερικού ambient σαν το "Elegie", είτε για το "Piano Fear" με το voice over του Κρισναμούρτι, το οποίο και είναι το μόνο που εξυπηρετείται από την καταγραφή.

Δεν υπάρχει πραγματικό κέρδος για το μουσικό πηλίκο της μπάντας, σε τέτοιες περιπτώσεις. Μπορεί –όπως εξήγησε ο Δράκος Κτιστάκης στην προαναφερθείσα συνέντευξη τύπου– να υπάρχει ένας σχεδιασμός στη νοηματική ραχοκοκαλιά του Tora, όμως αυτός ούτε μουσικά πιστοποιείται εν τέλει, ούτε σου δίδεται και κάποιο κλειδί για τη διάρρηξή του, στο εσώτερο του CD ένθετο. Κι έτσι, ο δίσκος καταλήγει να χάνει κάπου τον στόχο του.

Υ.Γ.: Να υποσημειώσω την εντύπωση που μου έκανε η επιλογή του κορυφαίου Bob Gatz στη θέση του υπευθύνου mastering, όχι επειδή συγκαταλέγεται (δικαίως) στους κορυφαίους στον πλανήτη στον τομέα του, αλλά επειδή έδωσε μια πιο σιδερένια δομή στον ήχο· κάτι που, σε σημεία, έρχεται σε σύγκρουση με την ευρωπαϊκή ηχουργία του.

{youtube}5slKPUmAo7g{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured