Την Ανηφοριά αυτήν καλείσαι να την ανέβεις πεζός, ώστε να αισθανθείς την κλίση της, να σκονιστείς από το χώμα της, να μετρήσεις τις ανάσες σου –ίσως μάλιστα και να σκουντουφλήσεις εδώ κι εκεί σε καμιά πέτρα ή σε καμιά ρίζα που προεξέχει περισσότερο από όσο υπολογίζει το μάτι. Είναι πάντως ο «σωστός» τρόπος για να ακούσεις τον συγκεκριμένο δίσκο, για να νιώσεις κι εσύ κάτι από τον κάματο της κατασκευής του και τον ιδρώτα του ρομαντισμού του.

Ο Λεωνίδας Μπαλάφας βρίσκει σταθερά πώς να σου αποσπάσει την προσοχή. Δεν τα κάνει όλα ωραία, δεν είναι σε όλα καλός. Είναι στιγμές δηλαδή που χάνεται εντελώς ο βηματισμός μουσικής, στίχων και τραγουδιού –όπου ο «χειροποίητος» χαρακτήρας του δίσκου αποτυπώνει μεν τον ενθουσιασμό ενός καλώς νοούμενου ερασιτεχνισμού, μα ως αποτέλεσμα προσεγγίζει επικίνδυνα στην κακοτεχνία. Επίσης, το τουρλού είναι δισυπόστατο. Μπορεί δηλαδή να αποτελεί άποψη αυτή η αέναη κίνηση μεταξύ ελληνικού ροκ, ηπειρώτικων δημοτικών, Goran Bregović, Poll, Θανάση Παπακωνσταντίνου, ska, Χειμερινών Κολυμβητών και Gloria Estefan, μπορεί όμως απλά να πρόκειται για κουβάρι· οι ισορροπίες δεν είναι δεδομένες, το πράγμα κουνάει. 

Κουνάει όμως; Ή σαλεύει; Διότι, τελικά, ακόμα κι αν φορέσεις την ταμπέλα της σύγχυσης στον Μπαλάφα, εκείνος θα στη γυρίσει υπέρ του. Γίνεται άλλωστε να μην είναι συγχυσμένος σήμερα ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται να κάνει ελληνικό τραγούδι με παρυφές στον ηλεκτρισμό; 

Γιατί το ακούσαμε το ροκ-ροκ στα νιάτα μας και αφήσαμε και μαλλί, αλλά μας έκαναν και τα βουνίσια τα κλαρίνα να κλάψουμε, στήνοντας γέφυρες με τη βαθιά παράδοση του τόπου, μας έπιασε και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου κάπου στα μισά του δρόμου, μας έπιασαν και τα soundtrack των ταινιών του Κουστουρίτσα, ακούσαμε και μερικά όμορφα λάτιν τώρα που το ύφος αγαπήθηκε ξαφνικά από τη μισή και βάλε Αθήνα. Και μην το πάρετε μόνο μουσικά το όλο ζήτημα. Διότι κάπου αγαπάμε και την Εσπερία –οι κιθάρες μας είναι από εκεί– κάπου ζούμε και στην Αθήνα και αντανακλούμε έτσι αυτήν την ημιμητροπολιτική ανατολικομεσογειακή καθημερινότητα, κάπου νοσταλγούμε και το χωριό (εκείνο που έχουμε; εκείνο που φαντασιωνόμαστε σε σποραδικά ταξίδια απόδρασης;). Πώς διάολο μπορείς να είσαι συγκεκριμένος, ζώντας στην Ελλάδα στα μισά των '10s;       

Κι αυτή του την αλήθεια, ο Μπαλάφας την κάνει τελικά «ψυχή» των τραγουδιών του. Φωνασκεί ας πούμε αντιαισθητικά στο "Δεν Έχω Μάτια Γι' Άλληνε", μα πώς να μην του το συγχωρήσεις όταν συνειδητοποιείς πως έχεις μια ερωτική μπαλάντα που, με έναν περίπου χειμερινοκολυμβητικό τρόπο, προσπαθεί να ακροβατήσει μεταξύ άστεως και υπαίθρου; Κι αν ο ίδιος δεν τα έχει κι όλα λυμένα και ξεκαθαρισμένα –πού τελειώνουν οι σκηνές ροκ, πού αρχίζει ο Θανάσης, πού πάει να μπει σφήνα το έντεχνο– το κλαρίνο λ.χ. του Κώστα Φόρτσα αρκεί για να οδηγήσει σωστά τα βήματα της "Αναστασιάς", σε κάτι παρεμφερές με ό,τι πέτυχαν πρόσφατα οι Villagers Of Ioannina City: ο διάλογος είναι εκεί, κρατιέται ζωντανός κι ας μοιάζει λίγο μακριά η ανηφοριά. Ακόμα και το λάτιν αποχρώσεων ρεφρέν που ρίχνει ξαφνικά στο τραπέζι η "Κούπα" είναι ίσως ξεκούδουνο μα είναι και τίμιο, δεν γίνεται «και καλά». Έστω κι αν νιώθεις πως ο Μπαλάφας αισθάνεται πιο άνετα σε τραγούδια σαν το "Χίλια Δυο Γυρίσματα" –όπου ο Νικόλας Άσιμος συναντά τους Μητέρα Φάλαινα Τυφλή– το "Κόσμε Γλέντα" ή το "Καρδιά Μου Μπαλωμένη".

Ακόμα λοιπόν κι αν δεν ξεπερνά τον ορίζοντα που πρώτη έθεσε η Ανοιξιάτικη Μέρα του 2011 –και υπηρέτησαν ύστερα το Ας Ρίχνει Και Χαλάζι (2012) και ο Απηλιώτης (2013)– η Ανηφοριά πετυχαίνει να ηχεί μια από τα ίδια, χωρίς όμως να είναι. Πεζοπορεί δηλαδή στη γενική κατεύθυνση στην οποία τραβάει ο Μπαλάφας, όμως κάθε στάση διαθέτει μια διαφοροποιημένη οπτική στο ζητούμενο, έστω κι αν όλα τελικά αποτιμώνται στη βάση λιγότερο/περισσότερο. Εδώ πάντως μάλλον κλίνουμε προς το (όποιο) περισσότερο... 

{youtube}jpvZr_0gFcU{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured