Οι Μέρες Του Φωτός δεν είναι «λίγες», στα πλαίσια εκείνης της τουλάχιστον βλακώδους ισοπέδωσης της ταμπέλας –το αποδεικνύει με την ύπαρξή του το προ τετραετίας Μέχρι Το Τέλος. Τούτο είναι «έντεχνο», είναι «κουλτουριάρικο», ή κι «εμπορικό» ακόμα, οπότε ας το προσεγγίσουμε με ό,τι προκατασκευασμένη μαλακία κουβαλάει καθείς στο κεφάλι του για τις παραπάνω λεξούλες. Και να λειτουργείς έτσι με αφορμή δίσκους πάει και στο διάολο σε τελική ανάλυση, αν και πολλές φορές τα μεγάλα καθρεφτίζονται στα μικρά. Το να κάνεις όμως το ίδιο με ανθρώπους αγγίζει τα όρια της βαρβαρότητας. Αυτά τα ολίγα αντί προλόγου.

Υπάρχει τώρα μια δεδικασμένη πρακτική της εγχώριας παραγωγής τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον αυτής που δεν απευθύνεται σε εξειδικευμένα κοινά, που για προφανείς λόγους επιτάσσει μια πολυσυλλεκτικότητα της ευκολίας στο στήσιμο ενός άλμπουμ. Αντί δηλαδή για ένα συνεκτικό μουσικό σώμα μέσα στο οποίο εντάσσονται διαφορετικά στοιχεία, τραγούδια διαφορετικής λογικής και φόρμας ακουμπισμένα πλάι-πλάι, με ό,τι λούμπες συνεπάγεται το γεγονός. Στην προκειμένη περίπτωση το τρίο Μποφίλιου-Καραμουρατίδης-Ευαγγελάτος βολεύεται μ' ένα ημίμετρο πρακτικό μεν, επιφανειακό δε. Χωρίζουν χαλαρά το υλικό τους σε δύο ξεχωριστά CD, εκ των οποίων το πρώτο φέρει μια ας την πούμε πιο «εκσυγχρονισμένη» αύρα, το δε δεύτερο τους βρίσκει σε πιο γνώριμες εκφραστικές περιοχές.

Κι ενώ η Μποφίλιου ανταποκρίνεται τουλάχιστον επαρκώς –λόγω ερμηνευτικού εύρους– στα ποπ και ροκ, στα συνθοκινητικά και στα ερημοτάνγκο του πρώτου μέρους, στα ίδια τα τραγούδια επικρατεί κατά κράτος μια θολούρα, μια έλλειψη υπαρξιακού στίγματος. Μια γενικολογία που δεν τους επιτρέπει να διανύσουν την απόσταση απ' την εκάστοτε φόρμα στην ουσία. Με κίνδυνο να κυλήσω προς διδακτισμό μεριά: φαίνεται αν δεν τον κατέχεις τον κώδικα, όχι ντε και καλά εμπειρικά (προς αποφυγή παρεξηγήσεων). Κι αυτή ακριβώς η αίσθηση γίνεται συγκριτικά εντονότερη και πλέον ξεκάθαρη, μόλις η γραφή επανέρχεται απ' τα πολυσυλλεκτικά ευχολόγια στη βολή της δημιουργικής τριάδας. Εδώ μάλιστα. Το γενικό μετουσιώνεται σε ειδικό, οι ιδέες σε τραγούδια που πρώτα πατούν στα πόδια τους, πριν κινήσουν κατά το μέρος σου. Αν και θαρρώ πως ακόμα κι έτσι, ήχος –λέξεις– ερμηνεία αραιά και πού υπερβαίνουν τα εσκαμμένα σε πλήρη συγχρονισμό. Άκουγε “Η Καρδιά Πονάει Όταν Ψηλώνει”, γιατί τα αντιπαραδείγματα είναι κάμποσα. Χαρακτηριστικό ο “Λοχαγός Έρωτας”, ένα κραουνακικό αρχοντοζεϊμπέκικο με γερούς αρμούς στη ραχοκοκαλιά, αλλά και μια υπεροψία του τύπου «δώστε βάση γιατί θα μοιραστώ σοφία τώρα», πέραν της ξέπνοης ερμηνείας του Αλκίνοου Ιωαννίδη στα ανδρικά μέρη.       

Και κάτι τελευταίο. Διακρίνεις μια πρόθεση στις Μέρες Του Φωτός της Νατάσσας Μποφίλιου, ειδικά σε επίπεδο στίχων, να αναδράσουν μ’ ένα ακαθόριστο  συλλογικό αίσθημα –δεδομένων ημερών και καταστάσεων.  Όχι μονάχα με ξεχωριστά άτομα δηλαδή, αλλά και μ’ ένα μέρος της κοινωνίας ως όλον. Να το εκφράσουν και να εκφραστούν. Δύσκολα πράματα. Κι ακόμα πιο ο δύσκολη η μετάβαση από μια δημιουργική λογική που ανοίγει κατά το δοκούν το παράθυρο προς την ιδιωτικότητα ενός ατόμου ή μιας παρέας, σε μια εντελώς διαφορετική, όπου το ιδιωτικό εξέρχεται προς το συλλογικό. Δεν γίνεται αυτό κατόπιν σχεδιασμού. Αν μπορεί να γίνει δηλαδή, στην υπάρχουσα συνθήκη όπου καθένας κατέχει και μια «αλήθεια»…

 

{youtube}rNUrEKp2DNc{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured